Η εποποιία του Μεσολογγίου, κατά την τελευταία πολιορκία της πόλης, που οδήγησε στο θρυλικό ολοκαύτωμά της στις 10 Απριλίου 1826, είναι πραγματικά μοναδική, στην παγκόσμια ιστορία. Εν τούτοις, από καθαρά στρατιωτική άποψη, η Α’ Πολιορκία του 1822 αποτελεί εξίσου σημαντικό γεγονός και μια από τις λαμπρότερες σελίδες του αγώνα.
Του Ιωάννη Κατσαβού
Αξιωματικού Π.Ν. – Ερευνητή – Συγγραφέα
Εξάλλου, η τελευταία Πολιορκία, με το μέγεθος της εθελοθυσίας των Ελευθέρων Πολιορκημένων, συνετέλεσε στην αναθέρμανση της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ του Ελληνικού ζητήματος, στη συμφιλίωση των Ελλήνων και στη σηματοδότηση – όσο και αν φαίνεται το σχήμα οξύμωρο – της αρχής του τέλους της κυριαρχίας των Οθωμανών στην πολύπαθη Ελλάδα.
Ωστόσο, και η περίλαμπρη νίκη με τη συντριβή των Τουρκαλβανών στην Α΄Πολιορκία της πόλης, κάτω μάλιστα από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, συνέβαλε στην αναζωπύρωση της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα και στην εδραίωση της Επανάστασης στη Πελοπόνησσο.
Μετά την πτώση του Σουλίου και την καταστροφή του Πέτα, στις 4 Ιουλίου 1822, επικράτησε πανικός στη Ρούμελη, ενώ βαθύ σκοτάδι απλώθηκε στην υπόλοιπη εξεγερμένη Ελλάδα.
Ακολούθησε, στις 9 Αυγούστου, σαν φωτεινή αναλαμπή, η κρατερή μάχη στον Αετό Ξηρομέρου, όπου ο Βαρνακιώτης κατήγαγε εξαιρετικά σημαντική νίκη και αναχαίτισε προσωρινά τα ασκέρια του Κιουταχή. Στη συνέχεια, όμως, ο εχθρός ήταν ελεύθερος να προχωρήσει νοτιότερα, να διαπεραιωθεί στον Μοριά και να καταπνίξει το κίνημα, επαναλαμβάνοντας τα τραγικά γεγονότα των Ορλωφικών του 1770.
Τότε, εκτός από την Πελοπόννησο και άλλα μέρη, είχε καταστραφεί εκ θεμελίων και το Μεσολόγγι με τον ακμάζοντα εμπορικό του στόλο, τον πρώτο σε μέγεθος της προεπαναστατικής Ελλάδας.
Μοναδικό πλέον εμπόδιο για τις ορδές του Κιουταχή συνιστούσε το Μεσολόγγι, το οποίο, λόγω της στρατηγικής του θέσης, είχε χαρακτηρισθεί, όπως εξάλλου άδει και η λαϊκή μούσα, «κλειδί της Ρούμελης και του Μοριά κολόνα». Εκεί, κατέφυγε και ο Μαυροκορδάτος μετά τη διάλυση του εκστρατευτικού σώματος στο Πέτα, με μερικούς καπεταναίους και τα λείψανα του Τάγματος των Φιλελλήνων και του Συντάγματος του Τακτικού.
Ανάμεσα στους λίγους ξένους εθελοντές, που σώθηκαν στο Πέτα, ήταν και ο Ιταλός αξιωματικός Μπρέντζερι (Brengeri), ο οποίος, έχοντας προσκολληθεί στον Μαυροκορδάτο, βίωσε τα περιστατικά της Α’ Πολιορκίας του Μεσολογγίου. Το ημερολόγιό του, που τιτλοφορείται «Οι περιπέτειες ενός ξένου στην Ελλάδα», London Magazine (Αυγ. 1826 – lαv. 1827), αποτελεί μία πολύτιμη αυθεντική μαρτυρία, ιδιαίτερα αφού οι σχετικές πληροφορίες από ελληνικές πηγές είναι ελάχιστες. Κατά τον Μπρέντζερι, η Α’ Πολιορκία του Μεσολογγίου διεκδικεί τη θέση της στις πιο ένδοξες σελίδες της ελληνικής Ιστορίας.
Συγκεκριμένα, ο Ιταλός εθελοντής παραδίδει: «Νομίζω πως πρόκειται για κάτι που δεν ξανάγινε ποτέ και πουθενά. Χωρίς όπλα, χωρίς τείχη, χωρίς στρατιώτες, αντιμετώπισε το Μεσολόγγι 14.000 εχθρούς από την ξηρά, μόνο με τα λόγια (εννοεί την παρελκυστική τακτική των διαπραγματεύσεων). Τα τείχη, βρίσκονταν σε αθλία κατάσταση και 500 Ευρωπαίοι στρατιώτες θα μπορούσαν να καταλάβουν την πόλη μέσα σε μία ημέρα. Η οχύρωση του Μεσολογγίου, που έγινε στην αρχή του ξεσηκωμού, ήταν μια τάφρος, 8 πόδια πλάτος (2,5 μ.) και 6 (1,8μ.) βάθος, και ένα πλιθοτοίχι, 5 μόλις πόδια (1,5μ.) ύψος. Πίσω από το τείχος υπήρχε πολύ μεγάλος ελεύθερος χώρος για τους κατοίκους των περιχώρων και τα ζώα τους. Πολλά κοπάδια οδηγήθηκαν στην πόλη με εντολή του Μαυροκορδάτου, για να δημιουργηθούν αποθέματα παστών κρεάτων, σε περίπτωση αποκλεισμού. Από την πρώτη στιγμή διαπιστώθηκε, πως ήταν αδύνατη η αναχαίτιση του εχθρού με τέτοιες οχυρώσεις. Πολλά σημεία του τείχους είχαν καταπέσει από τις βροχές. Ηταν επιπόλαια κτισμένο και δεν υπήρχαν θεμέλια. Αρχισαν αμέσως να μελετούν την ενίσχυση των τειχών από μέσα με ξυλεία και την επιδιόρθωσή τους.
Ο Μαυροκορδάτος έδωσε εντολή να ανοιχτούν τα σπίτια των Μεσολογγιτών, που είχαν εγκαταλείψει την πόλη και να μεταφερθούν στα τείχη όλα τα βαρέλια, οι κάδες και κάθε λογής ξύλινο αντικείμενο, που βρισκόταν σ’ αυτά. Στην ανάγκη, να γκρεμισθούν τα σπίτια για να αξιοποιηθεί η ξυλεία τους. Ετσι, αν απομακρύνονταν οι Τούρκοι, γυρίζοντας οι φυγάδες στην πόλη θα εύρισκαν τα σπίτια τους άδεια ή ερειπωμένα κι αυτό θα αποτελούσε ένα μάθημα για όλους, να μην εγκαταλείπουν τον τόπο τους».
Θα πρέπει εδώ να τονισθεί, ότι δεν είχαν όλες οι οικογένειες των Μεσολογγιτών εγκαταλείψει την πόλη, όπως υπαινίσσεται ο Μπρέντζερι, αλλά και ο Γάλλος εθελοντής αξιωματικός Ολιβιέ Βουτιέ. Κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, στην πόλη, εκτός από τους 22 άνδρες του Μάρκου Μπότσαρη και τους 25 της σωματοφυλακής του Μαυροκορδάτου, υπήρχαν και 360 Μεσολογγίτες οπλοφόροι. Επίσης, όπως συνάγεται από μεταγενέστερη αναφορά των προκρίτων, είχαν παραμείνει και άμαχοι, καθώς σε μία περικοπή της, τονίζεται: «… Ενώ όλοι όλαις δυνάμεσιν εβοηθήσαμεν την πατρίδα δια των όπλων, δεν ελείψαμεν και με συνεισφορά χρημάτων, αφού εδώσαμεν τα κρασιά μας, λάδια, τυριά, βούτυρα, ζώα και όσον ψωμί είχε έκαστος να ζήσει την οικογένειάν του». Αλλωστε, και ο Μαυροκορδάτος με γράμμα που απηύθυνε στους Υδραίους στις 20 Οκτωβρίου, τους καλούσε να στείλουν πλοία για να σώσουν «τον κινδυνεύοντα λαόν».
Ο Γάλλος αξιωματικός Ολιβιέ Βουτιέ υποστηρίζει ότι η ιδέα να αντιταχθεί άμυνα μέχρις εσχάτων στο Μεσολόγγι ανήκε στον Μαυροκορδάτο. Στο χρονικό του αναφέρει, πως τον συμβούλεψε να καταφύγει στον Μοριά, όπου χρειαζόταν η παρουσία του, αλλά εκείνος απάντησε:
«Πραγματικά, οι κάτοικοι των επαρχιών αυτών, είναι ανάξιοι να θυσιασθούμε γι’ αυτούς. Αλλά αν φύγω, θα υποταχθούν αμέσως και οι αλβανικές ορδές θα περάσουν στην Πάτρα… Η ελληνική υπόθεση, έτσι, χάνεται. Εδώ πρέπει να πεθάνουμε».
Θα πρέπει, επίσης, εδώ να σημειωθεί, ότι είναι καταφανής η προσπάθεια του Μπρέντζερι και του Βουτιέ να εμφανίσουν το κάστρο του Μεσολογγίου, ως ένα απλό «λασποτοίχι» και να εξάρουν τον ρόλο του Μαυροκορδάτου, τόσο στην οργάνωση της άμυνας, όσο και στην απόφασή του, για αντίσταση μέχρις εσχάτων. Ο σχολιασμός της γενικότερης «πολιτείας» του Μαυροκορδάτου κατά την περίοδο εκείνη δεν περιλαμβάνεται, βέβαια, στις προθέσεις του γράφοντος, ωστόσο πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
Καταρχάς, είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι η οχύρωση της πόλης, χωρίς βέβαια ευρωπαϊκές προδιαγραφές και με πενιχρά μέσα, άρχισε αμέσως μετά την απελευθέρωσή της, στις 20 Μαϊου 1821, και πιο συγκεκριμένα την 1η Ιουνίου. Αυτό έγινε κατόπιν πρωτοβουλίας του οξυδερκούς και δραστήριου αρχηγού των Μεσολογγιτών, Αθανάσιου Ραζηκότσικα, με συνεισφορά και προσωπική εργασία των συμπολιτών του. Έχει διασωθεί, ιδιόχειρος «Λογαριασμός της πολιτικής δοσοληψίας του Αθ. Ραζηκότσικα, από Ιουνίου 1821 έως 8ης Αυγούστου ίδιου έτους…», όπου ενδεικτικά, αναγράφονται:
«Ιούνιος 14. Των χαντακτζίδων ημερομίσθια 22 προς γρόσια 2,20 = 55.
Ιούνιος 17. Του Ανάσταση Καψάλη, δια δύο πάτερα, γρόσια 26.
Ιούνιος 19. Του Μπομποτά, δια 1 ημερομίσθιο εκουβαλούσε πέτρες, γρόσια 2.
Ιούνιος 25. Του Ανάσταση Σκαρλάτου, δια αποκοπήν εις οργιαίς, εδούλευεν εις το χαντάκι, γρόσια 23,5.
Ιούλιος 7. Των Ανατολικιωτών, ημερομίσθια 9, γρόσια 22,20.
Ιούλιος 17. Δια Ν. Παπαζαφείρη και Ανδρέα Νιανιάρου, βεκυλίδων, γρόσια 100.
Το όλον, γρόσια 18.401,22»
Επίσης, διασώθηκε «Λογαριασμός περιλαβής των όσων άσπρων όπου δια συνεισφορών μου εμέτρησαν οι κάτωθι πατριώτες…»:
- Ιωάννης Τρικούπης, Δημ. Πλατύκας, Στάμος Σιδέρης, Δ. Τζιντζιλόνης ανά γρόσια 1.000
- Δημήτρης Ζαβιτσάνος γρόσια 300
- Ανάστασης Μπακανδρέας γρόσια 300
- Νικολάκης Δροσίνης γρόσια 300
- Μήτρος Πετρόπουλος γρόσια 300
- Αναστάσης Παλαμάς γρόσια 900
- Κωνσταντίνος Γουλιμής γρόσια 50
- Μήτσιος Μαχαλιώτης γρόσια 212
- Ανδρέας Νανιάρας γρόσια 100
- Εκκλησία του Αγ. Σπυρίδωνα γρόσια 2.550
Σύνολον, γρόσια 17.213».
Αλλά, ακόμη, και ο Γάλλος φιλέλληνας και τεχνικός αξιωματικός Μαξίμ Ρεϋμπώ, ο οποίος επισκέφθηκε το Μεσολόγγι τον Ιούλιο του 1821, περιγράφει στο χρονικό του, ότι βρέθηκε μπροστά σε πυρετώδεις οχυρωματικές εργασίες: «Υπήρχε ένα μικρό τείχος με επάλξεις, ανίσχυρο ν’ αντιμετωπίσει τη δράση και του πιο ελαφρού πυροβολικού. Έσκαβαν τάφρο, που θα κατακλυζόταν από τα νερά της θάλασσας, ώστε η πόλη να αποχωρίζεται από τη στεριά. Οι εργασίες, όμως, ακολούθησαν εσφαλμένη κατεύθυνση. Για να μη θυσιάσουν δύο μικρές εκκλησίες, που οπωσδήποτε θα γκρεμίζονταν, οι Έλληνες έδωσαν μεγαλύτερη ανάπτυξη στο τείχος, από εκείνη που χρειαζόταν. Έτσι, αυτή η εκδήλωση ευσέβειας δυσκόλεψε τα αμυντικά έργα…».
Χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, είναι και το άρθρο, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αθηνά» στις 28 Αυγούστου 1843, υπό τον τίτλο «Οι Μεσολογγίται αδικούμενοι», όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται: «… Ουδένα λανθάνει ότι κατά την κατάβασίν του ο Ομέρ πασάς δεν απήντησε παρά 350 κατά πρώτον Μεσολογγίτας εντός της ηρωικής πόλεώς των, προφυ- λαττομένους όπισθεν του τείχους εκείνου, το οποίον αι χείρες των γυναικών και θυγατέρων των, προετοίμασαν εκ της ύλης των πατρώων οικιών. Οστις ενθυμείται τας παρθένους του Μεσολογγίου, τας φερούσας περί το εσπέρας εις το παράλιον τους λίθους των ερειπωμένων οικιών δια να μετακομισθώσι την επιούσαν με τα πλοιάρια εις τον χάνδακα προς κατασκευήν του τοίχους και όστις ενθυμείται την ενθουσιώδη εκείνην των Μεσολογγιτών απόφασιν, εκείνος δύναται να εκτιμήση την προς τους Μεσολογγίτας οφειλομένην ευγνωμοσύνην…».
Τέλος, για την ενίσχυση της οχύρωσης, το καλοκαίρι του 1822, δεν χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα υλικά από τα σπίτια των απάντων. Οι ίδιοι οι Μεσολογγίτες που έμεναν στην πόλη, προσέφεραν εθελοντικά, όπως φαίνεται από κατοπινό διάβημά τους προς τη Διοίκηση. «Δεν ελυπήθημεν να δώσωμεν από εδικά μας όσα εχρειάζοντο, ξύλα, τάβλες, καρφιά, στρώματα, καλάθια και ό,τι άλλον εκρίναμεν αναγκαίον».
Σε ό,τι αφορά την απόφαση του Μαυροκορδάτου, για την άμυνα στο Μεσολόγγι μέχρις εσχάτων, είναι αλήθεια ότι, αρχικά, δεν είχε σκοπό να αντιμετωπίσει τους Τούρκους στην πόλη. Για την ακρίβεια, δεν πίστευε πως ήταν δυνατό να αναχαιτισθεί εκεί ο εχθρός. Αυτό προκύπτει καθαρά από επιστολή του προς τον Βαρνακιώτη, την οποία συνέταξε στο Αιτωλικό, στις 17 Σεπτεμβρίου 1822: «Πόσον με ετάραξεν η διάλυσις του στρατοπέδου του Πλατάνου, είναι αδύνατον να σου περιγράψω και μάλιστα, όταν είδα το μωρόν και ανόητον σχέδιον της οχυρώσεως του Μεσολογγίου, έγινα άλλος εξ’ άλλου… Τα φυσικά σύνορα, τα οποία πρέπει να διαφεντεύσωμεν…, δεν είναι εν ταις χώραις, όπου και δέκα χανδάκια αν κάμωμεν δεν κατορθώνομεν τίποτε».
Αλλωστε, και η προαναφερθείσα στιχομυθία, που μνημονεύει ο Ολιβιέ Βουτιέ στο χρονικό του για την απόφαση του Μαυροκορδάτου να αμυνθεί στο Μεσολόγγι, «άνευ ιδέας υποχωρήσεως», ελέγχεται ως μη έγκυρη, καθόσον ο Βουτιέ, όπως προκύπτει από το χρονικό του, βρισκόταν ταυτόχρονα στην πολιορκία του Μεσολογγίου και στην άλωση του Αναπλιού, γεγονός που στηλιτεύει και ο συμπατριώτης του Μαξίμ Ρεϋμπώ. Τελικά, ο Μαυροκορδάτος, διαπιστώνοντας την αμετάκλητη απόφαση των Μεσολογγιτών – πρωτοστατούντος του αρχηγού τους Αθανασίου Ραζηκότσικα – να υπερασπιστούν την πόλη τους, αποφάσισε να παραμείνει και επιδόθηκε με ζέση, είναι αλήθεια, στην οργάνωση της άμυνας.
Η αφήγηση του Μπρέντζερι, όμως, συνεχίζεται: «Τα τρία κανόνια – κατά τον Τρικούπη ήταν 14 παλαιό – που υπήρχαν στο Μεσολόγγι, τοποθετήθηκαν στα πιο επικίνδυνα σημεία. Στήσαμε και ψεύτικες πυροβολαρχίες, έτσι που να νομίζει ο εχθρός ότι έχουμε πολλά κανόνια. Βρήκαμε σε μια αποθήκη 300μπαγιονέτες από τα μουσκέτα που είχε φέρει ο Μαυροκορδάτος από την Ευρώπη… ο Μάρκος Μπότσαρης πρότεινε να τις καλογυαλίσουμε, ώστε ν’ αστράφτουν στον ήλιο, να τις προσαρμόσουμε σε κοντάρια και να τις τοποθετήσουμε κατά διαστήματα γύρω – γύρω στο κάστρο, ώστε οι Τούρκοι, βλέποντας τόσους λογχοφόρους φρουρούς να συμπεράνουν πως μέσα στην πόλη υπάρχουν πολυάριθμα στρατεύματα… κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να δίνουμε στους Τούρκους την εντύπωση ότι τα στρατεύματα γυμνάζονταν αδιάκοπα. Και ενώ εμείς εξαντλούσαμε όλα τα πιθανά στρατηγήματα, οι στρατιώτες γκρέμιζαν τα σπίτια και κουβαλούσαν τα υλικά.
Στις 25 Οκτωβρίου – και κατ’ άλλους στις 19 – ο Ομέρ Βρυώνης και ο Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής) άρχισαν την πολιορκία με 14.000 άνδρες (οι περισσότεροι ιστορικοί αναφέρουν 10-12.000 άνδρες). Τα στρατεύματα τοποθετήθηκαν έξω από την ακτίνα βολής των ελληνικών πυροβόλων. Οι πασάδες και τα επιτελεία τους εγκαταστάθηκαν σε δύο μικρές εκκλησίες που δεν πρόλαβαν να γκρεμίσουν οι πολιορκημένοι. Ο αποκλεισμός του Μεσολογίου από τη θάλασσα γινόταν με δύο βρίκια και μια γολέτα του Γιουσούφ πασά της Πάτρας».
Κατά τον Ιταλό αξιωματικό, “αν οι Τούρκοι επιχειρούσαν επίθεση την ημέρα που έφθασαν μπροστά στα τείχη, θα μπορούσαν να καταλάβουν το Μεσολόγγι χωρίς να ρίξουν ούτε τουφεκιά. Αλλά αντί για έφοδο, ο Ομέρ Bρυώνης που διοικούσε τους Αλβανούς, στρατοπέδευσε στη δεξιά πτέρυγα και έδωσε εντολή να κατασκευασθούν παραπήγματα για την εγκατάσταση των ανδρών και κανονιοστάσια για την τοποθέτηση των πυροβόλων… Ο Ρεσίτ πασάς, με 6.000 Ασιάτες Τούρκους, ανέλαβε την αριστερή πτέρυγα κι έδωσε διαταγή να στηθούν καλύβες, δίνοντας την εντύπωση πως σκόπευε να παραμείνει εκεί για χρόνια».
Για την απροθυμία των πασάδων να εξαπολύσουν επίθεση αμέσως μετά την άφιξή τους και πριν ακόμη ενισχυθούν οι πολιορκημένοι έχουν υποστηριχθεί διάφορες εκδοχές:
Κατά τους Ελληνες ιστοριογράφους Γαζή και Αγαπητό, η απροθυμία τους οφειλόταν στην πειστική παρέμβαση του Βαρνακιώτη, προς τον Ομέρ Βρυώνη, με τον οποίο συνδεόταν με στενή φιλία και στο πλευρό του οποίου προσχώρησε το φθινόπωρο του 1822. Η προσχώρηση αυτή – τα επονομαζόμενα «καπάκια» σύμφωνα με έγκυρους μελετητές, έγινε με υπόδειξη του Μαυροκορδάτου, ώστε με έμμεσο τρόπο να διευκολυνθεί η υπόθεση του Αγώνα. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η παραπάνω ενέργεια του Βαρκανιώτη. Το γεγονός ότι, εν συνεχεία, αυτός έμεινε ακάλυπτος από τον Μαυροκορδάτο και έλαβε από αρκετούς το στίγμα του προδότη, στηρίζει την άποψη ότι επρόκειτο για δολοπλοκία του Μαυροκορδάτου, προκειμένου να εξοντωθεί ηθικά ο κυριότερος οπλαρχηγός της δυτικής Ελλάδας. Ωστόσο, το θέμα αυτό παραμένει μέχρι σήμερα αμφιλεγόμενο.
Οσο για τους υπόλοιπους μελετητές, ο Τόμας Γκόρντον την αποδίδει στην ανατολίτικη νωχέλεια, ενώ ο Μαξίμ Ρεϋμπώ στη φιλαργυρία τους (για να μη καταστραφούν τα λάφυρα). Κατά τον Ολιβιέ Βουτιέ, «πίστεψαν πως είμαστε πολλοί». Τέλος, κατά τον Σπ. Τρικούπη, που θεωρείται και η πιθανότερη εξήγηση, «για να μην ισοπεδωθεί το Μεσολόγγι, που προετοιμαζόταν ως χειμερινή διαμονή των στρατευμάτων».
Στη συνέχεια της αφήγησής του ο Μπρέντζερι παραδίδει: «Κάπου – κάπου, οι Τούρκοι προχωρούσαν ανάμεσα στις ελιές και ζύγωναν σε απόσταση μισής βολής τυφεκίου και πυροβολούσαν. Τους απαντούσαμε με σφοδρά πυρά και τους αναγκάζαμε να υποχωρήσουν. Αφού πέρασαν μερικές ημέρες, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα, οι πασάδες σκέφθηκαν να μας προτείνουν όρους, σίγουροι πως θα τους αποδεχθούμε.
Ο Μαυροκορδάτος και ο Μάρκος Mπότσαρης απάντησαν στον απεσταλμένο πως πρέπει να συμφωνηθεί ανακωχή μερικών ημερών. Οι πασάδες δέχθηκαν διακοπή του πυρός για ένα οκταήμερο και ζήτησαν επαφή μ’ έναν από τους αρχηγούς. Ο Μάρκος Μπότσαρης, που επελέγη, αυτός ο γενναίος και προικισμένος αρχηγός, χωρίς κανένα δισταγμό, κατέβηκε από τα τείχη και κατευθύνθηκε ολομόναχος στο εχθρικό στρατόπεδο. Οι Τούρκοι, για να μη δει ο Μπότσαρης τις πυροβολαρχίες τους, βγήκαν κι αυτοί να τον συναντήσουν στη μέση του δρόμου. Ύστερα από την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων, κάθησαν κατάχαμα σε χαλιά που έφεραν οι υπηρέτες των πασάδων. Αφού κουβέντιασαν τρεις ώρες, σηκώθηκαν, αποχαιρετίσθηκαν και ο Μάρκος Μπότσαρης γύρισε στο Μεσολόγγι καταχαρούμενος…».
Ο Ιταλός αξιωματικός καταγράφει στο χρονικό του και τη στιχομυθία με τους Τούρκους πασάδες, όπως την αφηγήθηκε ο Μπότσαρης, ο οποίος επέτυχε και νέα παράταση της ανακωχής. Πάντως, κατά τους Έλληνες ιστοριογράφους, ο Μπότσαρης δεν συναντήθηκε με τους πασάδες, αλλά με τον αντιπρόσωπό τους, τον Αλβανό Αγο Βασιάρη, παλαιό φίλο του Σουλιώτη οπλαρχηγού.
«Εν τω μεταξύ, οι πολιορκούμενοι επωφελήθηκαν από τις ημέρες της ανακωχής και άνοιξαν μια τάφρο, εσωτερική, για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη έφοδο και δημιουργία ρήγματος στα τείχη.
Ο Μάρκος συναντήθηκε κι άλλες φορές με τον Ομέρ Βρυώνη κι όλο ζητούσε αναβολές, με τη δικαιολογία πως οι Έλληνες δεν ήθελαν ν’ ακούσουν για συνθηκολόγηση. Ο Κιουταχής ευχαριστιόταν από αντιζηλία, βλέποντας πως οι Έλληνες αρνούντο να παραδοθούν.
Οι βροχές προκάλεσαν κάποια αναστάτωση στο εχθρικό στρατόπεδο. Έπρεπε να επισκευασθούν τα παραπήγματα. Ετσι, κερδίσαμε κι άλλον καιρό. Τελικά, οι πασάδες, βλέποντας πως δεν αποφασίζαμε, ξανάρχισαν τις εχθροπραξίες, βομβαρδίζοντας με 24 κανόνια τα ταλαίπωρα τείχη μας. Αλλά οι μπάλες δεν μας προκαλούσαν διόλου ζημιά, ούτε καν έσκαγαν».
Για το ίδιο περιστατικό ο Βουτιέ γράφει: «Οι εχθροί μάς βομβάρδιζαν με κανόνια των 24 λίτρων, αλλά οι μπάλες μόνο μικροζημιές μας προκαλούσαν. Οι στρατιώτες μας, για πρώτη φορά έβλεπαν τέτοια όπλα, έσβηναν τις περισσότερες μπόμπες και μας τις έφερναν για να εισπράξουν τη μικρή αμοιβή που είχε καθορισθεί. Ετσι, εξοικονομούσαμε μπάλες για τα δικά μας κανόνια. Είδα μια μπόμπα να βυθίζεται στη λάσπη. Ενας ορεσίβιος στρατιώτης, που δεν είχε ως τότε ξανακούσει κανόνι, έτρεξε κοντά και διασκέδαζε, πετροβολώντας τον πυροσωλήνα. Βάλαμε τις φωνές και τον απομακρύναμε πριν εκραγεί το βλήμα. Οι στρατιώτες μας ενθουσιάζονταν, κυρίως, όταν έβλεπαν να πυροβολούμε με ένα οβούζιο που έστελνε γρανάτες πολλές μαζί. Αυτά τα συγκεντρωμένα βλήματα τα ονόμαζαν περδικόπουλα. Και ξεφώνιζαν χαρούμενα βλέποντας να σκάζουν τη νύκτα στον αέρα».
Και ο Μπρέντζερι, συνεχίζει: «Πολύ σύντομα οι Έλληνες ανακάλυψαν πως υπήρχαν έντονες διαφωνίες μεταξύ των πασάδων. Καθένας τους διεκδικούσε για τον εαυτό του την κατάληψη του Μεσολογγίου. Έστελναν αδιάκοπα γράμματα στον Μάρκο Μπότσαρη και συναγωνίζονταν σε προσφορές. Ο Μαυροκορδάτος προειδοποιούσε με πιεστικά μηνύματα τους Υδραίους ότι χωρίς άμεση βοήθεια το Μεσολόγγι Θα αναγκαζόταν να παραδοθεί. Ο Γιουσούφ πασάς της Πάτρας, γνωρίζοντας τις διχογνωμίες των δύο πασάδων, Θέλησε να επωφεληΘεί, προτείνοντας στους Έλληνες να παραδοθούν σε κείνον. Ο Μαυροκορδάτος σκέφθηκε να αξιοποιήσει τις προτάσεις του Γιουσούφ, για να προκαλέσει νέες αντιθέσεις στον εχθρό προς κέρδος χρόνου, μέχρι να φθάσουν τα καράβια μας με τις ενισχύσεις. Οι πασάδες αγανάκτησαν από αυτή την αποκάλυψη κι έδωσαν νέα αναστολή των εχθροπραξιών, ώσπου να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις».
Εν τω μεταξύ, σχετικά με τις διαπραγματεύσεις, δημιουργήθηκαν παρεξηγήσεις και διατυπώθηκαν υπόνοιες ότι ο Μπότσαρης χρηματίσθηκε από τους Τούρκους. Κατά τον Νικ. Σπηλιάδη, έλαβε πράγματι χρήματα, προκειμένου να γίνουν οι διαπραγματεύσεις πιο πειστικές. Τότε ακριβώς, πυροδοτήθηκαν οι ανησυχίες των Μεσολογγιτών για ενδεχόμενη προδοσία. Στην εφημερίδα «Εστία» του 1903 (αρ. φυλ. 317), σε άρθρο με τίτλο «Βίος του Καραϊσκάκη», εξιστορείται η αναστάτωση που προκάλεσαν οι πληροφορίες για ύποπτες συνομιλίες του Μπότσαρη με τους πολιορκητές: «… Ο Μαυροκορδάτος και ο Μπότσαρης επονηρεύΘησαν δια ψευδών διαπραγματεύσεων να κρατήσωσι τον εχθρόν υπό ανακωχήν, μέχρις ου λάβωσιν επικουρίας… Οι μικρότεροι, όμως, εντός του Μεσολογγίου κλεισμένοι οπλαρχηγοί ήρχισαν να πιστεύουν ότι ο Μπότσαρης σκέπτεται πραγματικώς να παραδώσει την πόλιν και μάλιστα δια χρήματα. Ο Θανάσης Ραζηκότσικας μεταξύ αυτών, ο ήρωας της τελευταίας πολιορκίας, έξω φρενών επί της ιδέας της προδοσίας, έσπευσε με ντελάληδες να καλέσει τον λαόν του Μεσολογγίου δια να του ομιλήση.
Οι Μεσολογγίται συνήλθον και εις το μέσον της συνελεύσεως παρουσιάσΘη ο Ραζηκότσικας, κρατών τη φουστανέλαν του ανασηκωμένην εν είδει σάκου. Η βροντώδης φωνή του ηκούσθη: «Ποιος είναι εκείνος ο άτιμος που Θέλει να παραδώσει το Μεσολόγγι; Ποιος είναι εκείνος που θα το πουλήσει; Παράδες θέλει; Ας πάρη παράδες! Και χώνων το χέρι εις τη διπλωμένην φουστανέλαν, άρχισε να αρπάζη με τη χούφτα τα ασημένια νομίσματα και να τα σκορπά προς το πλήΘος».
Οι υπόνοιες διαλύθηκαν με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων και την επανάληψη των εχθροπραξιών. Στο μεταξύ, άρχισε η σταδιακή ενίσχυση της πόλης και το ηθικό των υπερασπιστών αναπτερώθηκε. Το διαλλακτικό πνεύμα των διαπραγματεύσεων είχε, πλέον, διαδεχθεί το αγέρωχο ύφος της απόρριψης κάθε ιδέας συνδιαλλαγής.
«Κατορθώσαμε να συγκεντρώσουμε 500 άνδρες, γράφει ο Βουτιέ, μεταφέροντάς τους σχεδόν όλους από το Ανατολικό». Παράλληλα, τα ελληνικά πλοία, που είχαν λύσει την πολιορκία από τη θάλασσα, αποβίβασαν, κατά τον συμμετάσχοντα στις επιχειρήσεις Κανέλλο Δεληγιάννη, στις 11 Νοεμβρίου, 1.488 Πελοποννήσιους, υπό τους οπλαρχηγούς Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Κανέλλο Δεληγιάννη, Ανδρέα Ζαϊμη και Θεοδωράκη Γρίβα, οι οποίοι φαίνεται πως βρίσκονταν τότε στο στρατόπεδο των Πατρών. Επίσης, στις 16 ή 17 Δεκεμβρίου αποβίβασαν άλλους 462, υπό τον Ανδρέα Λόντο.
Και ο Ιταλός συνεχίζει: «Τα πολεμικά έφεραν και οκτώ κανόνια. Το ένα, των 36 λίτρων, το τοποθετήσαμε στη στέγη μιας από τις εκκλησίες… Πολλοί από τους Μεσολογγίτες φυγάδες γύρισαν στο Μεσολόγγι με ελληνικά καράβια. Ποια ήταν, όμως, η έκπληξή τους, όταν είδαν τα σπίτια τους ισοπεδωμένα! Αλλά και τα σπίτια που δεν είχαν γκρεμιστεί ήταν ολάνοιχτα και λεηλατημένα.
Οι Τούρκοι άρχισαν πάλι τις εχθροπραξίες. ΚάΘε νύκτα ενεργούσαν επιθέσεις, αλλά πάντοτε αποκρούονταν. Ο εχθρός είχε 2.000 ιππείς, αλλά καθόλου ζωοτροφές. Συχνά τα άλογα έφθαναν κάτω από τα τείχη, όπου πήρχε πολύ χορτάρι και εμείς διασκεδάζαμε πυροβολώντας τα. Και επειδή σκοτώσαμε μερικές εκατοντάδες, η αποσύνθεση των πτωμάτων είχε δηλητηριάσει την ατμόσφαιρα και δημιουργούσε κινδύνους. Η ζωή μας ήταν σκληρή. Περνούσαμε όλη τη νύκτα στα τείχη κάτω από τη βροχή. Ο ταλαίπωρος στρατηγέ Νόρμαν, ο σύντροφος των δυστυχιών μας, πέθανε στο Μεσολόγγι σε μεγάλη ένδεια, σχεδόν γυμνός. Ο Θάνατος τόσων γενναίων ανδρών στο Πέτα τον είχε συντρίψει. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που έφεραν τον στρατηγό στην εκκλησία για ταφή. Βρισκόμασταν όλοι οι Ευρωπαίοι εκεί και μεγάλος αριθμός Ελλήνων, άνδρες και γυναίκες, που έκλαιγαν αδιάκοπα.
Οι βροχές συνεχίζονταν. Επιδημία ξέσπασε στο εχθρικό στρατόπεδο. Τα άλογα αφανίζονταν από έλλειψη τροφής. Η λάσπη έφθανε ως το γόνα, τα παραπήγματα και οι τέντες παρασύρονταν από τις πλημμύρες. Ο Ρεσίτ πασάς, βλέποντας πως το στράτευμά του αποδεκατιζόταν, μετακίνησε το αρχηγείο του στο Γαλατά και το Βραχώρι.
Μια μπάλα από το κανόνι των 36 λίτρων έπεσε στο εκκλησάκι που χρησιμοποιούσε για κατοικία και διοικητήριο ο Ομέρ Βρυώνης. Τρύπησε τον τοίχο κι έπεσε πλάι στον πασά που κάπνιζε. Πέταξε το τσιμπούκι του και αποσύρθηκε σε απόσταση ενός μιλίου. Τελικά, οι πασάδες αποφάσισαν έφοδο. Ο Ομέρ Βρυώνης προσέφερε 500 γρόσια στους στρατιώτες, που θα έπαιρναν μέρος. Παρουσιάσθηκαν 800. Η επίθεση ορίσθηκε για τη νύκτα των Xριστουγέννων. Αλλά τα σχέδια του εχθρού ήταν γνωστά στο Μεσολόγγι οκτώ ημέρες πριν».
Ως προς το θέμα αυτό, οι περισσότεροι σύγχρονοι Έλληνες ιστοριογράφοι (Τρικούπης, Δεληγιάννης, Μακρής, Κουτσονίκας κ.ά. αναφέρουν ότι την πληροφορία για την έφοδο των πολιορκητών έδωσε, την παραμονή των Χριστουγέννων, ο Γιαννιώτης κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, Γιάννης Γούναρης ή Κωνσταντίνος ή Γεώργιος Ζούκας, όταν, με το πρόσχημα του κυνηγιού στην περιοχή της Φοινικιάς, έκανε νόημα σε πριάρι που έπλεε προς ή από το Αιτωλικό και ειδοποίησε τους επιβαίνοντες.
Κατά τον Στ. Ξένο, την είδηση μετέφερε ο Ιταλός πειρατής Μπασσάνο, αιχμάλωτος των Τούρκων και ακολούθως, κατά την πολιορκία, αρχηγός του πυροβολικού τους, προφανώς για να εξιλεωθεί. Πολλοί, ακόμη, πιστεύουν ότι η ειδοποίηση δόθηκε με εντολή του Βαρνακιώτη, ο οποίος σε αυτή την εκστρατεία είχε ακολουθήσει τον Κιουταχή. Τέλος, κατά τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, την πληροφορία μετέδωσε «κρυφίως» ο καπετάν Γώγος Μπακόλας, ο οποίος συμπολεμούσε με τους Τούρκους.
Για την τύχη του Γιάννη Γούναρη ή Ζούκα, ο Σπυρίδων Τρικούπης επισημαίνει: «Ο Βρυώνης έμαθε ότι ούτος απεκάλυψε το μυστικόν και μη δυνηθείς να τον συλλάβη, φοβηθέντα και μείναντα εν Μεσολογγίω μετά την αποτυχία των Τούρκων, έσφαξεν επί της εις Αρταν επανόδου του, επί τη επιμόνω απαιτήσει των συνεκστρατευσάντων και παθόντων, την εκεί γυναίκα και τα παιδιά του».
Στη συνέχεια της αφήγησής του ο Ιταλός παραδίδει:
«Εκατόν πενήντα ναύτες των καραβιών βγήκαν στη στεριά για να ενισχύσουν την άμυνα. Τοποθετήθηκαν και άλλα 12 κανόνια για να καλυφθούν τα τείχη από όλες τις πλευρές. Όλοι περιμέναμε με ανησυχία τη νύκτα της εχθρικής εφόδου, για να θερίσουμε τους καρπούς των κόπων μας. Σε μας τους Ευρωπαίους είχε ανατεθεί το καθήκον να κρατήσουμε τους σκοπούς άγρυπνους… ο μόνος φόβος μας ήταν μήπως μας αιφνιδιάσουν σε κανένα αφύλακτο σημείο.
Την ορισμένη νύκτα ο Μαυροκορδάτος έδωσε εντολή να βρεθούν όλοι στα πόστα τους. Ηταν τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα. Δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε βρόντος του εχθρικού κανονιού, όπως γινόταν κάθε βράδυ. Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε, όταν ξαφνικά ακούσαμε φοβερές κραυγές κι όλα τα εχθρικά κανόνια άρχισαν ομαδικό βομβαρδισμό. Τρέξαμε στο σημείο απ’ όπου ακούγονταν οι κραυγές. Οχτακόσιοι Αλβανοί είχαν ζυγώσει απαρατήρητοι την τάφρο κι ένας θαρραλέος σημαιοφόρος την υπερπήδησε. Σκαρφάλωσε στο τείχος δύο φορές, στερέωσε τη σημαία, άνοιξε μία δίοδο και σκότωσε δύο (κοιμισμένους;) σκοπούς. Αν οι Αλβανοί κρατούσαν σιωπή και οι εχθρικές πυροβολαρχίες δέν άρχιζαν πρόωρα τον βομβαρδισμό οι Τούρκοι θα έμπαιναν στο Μεσολόγγι. Πίσω από τους 800, άλλοι 1.000 ήταν έτοιμοι να ορμήσουν στο ρήγμα. Οι Ελληνες πίστευαν πως η έφοδος δεν θα γινόταν εκείνη τη νύχτα, καθώς άρχιζε να ξημερώνει.
Ολόκληρη η δύναμή μας κινήθηκε προς το σημείο εισβολής. Ο σημαιοφόρος είχε πληγωθεί θανάσιμα. Οι Αλβανοί, που έπρεπε να αναρριχηθούν στα τείχη, ήταν ελαφρά αρματωμένοι με σπαθιά και πιστόλες. Κάθε στρατιώτης κουβαλούσε ένα δεμάτι ξύλα και άλλα υλικά και τα έριχνε στην πλημμυρισμένη από τις βροχές τάφρο για να γεμίσει και να δημιουργηθεί πέρασμα.
Άρχισε μάχη σώμα με σώμα. Οι Αλβανοί αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες. Εξαιτίας της βροχής δεν έβρισκαν σταθερό σημείο να πατήσουν και έτσι, ύστερα από ανώφελες προσπάθειες, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Μόλις τους απωθήσαμε προς την τάφρο, αρχίσαμε καταστροφικά πυρά. Μεγάλος αριθμός Αλβανών σκοτώθηκε, καθώς προσπαθούσε να περάσει στην αντικρινή πλευρά της τάφρου. Τα στρατεύματα που υποστήριζαν την έφοδο δεν μπόρεσαν να πυροβολήσουν εναντίον μας, γιατί θα χτυπούσαν τους δικούς τους. Αντίθετα τα δικά μας πυρά ήταν φονικά και για τους δύο. Και μόνο που τα κανόνια τους βομβάρδιζαν αδιάκοπα, δεν είχαμε ούτε μια απώλεια. Ο εχθρός άφησε στο πεδίο της μάχης 600 νεκρούς και 200 τραυματίες. Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν δύο και αυτοί γιατί παραμέλησαν το καθήκον τους… Και οι Έλληνες κατέβηκαν από τα τείχη για λάφυρα. Δεν υπήρχε ούτε ένας νεκρός χωρίς χρήματα».
Περιγραφή της εφόδου, σχεδόν ταυτόσημη με του Μπρέντζερι, παραδόθηκε και από τον Γάλλο αξιωματικό Ολιβιέ Βουτιέ: «Τη νύκτα 24 προς 25 Δεκεμβρίου, 800 Αλβανοί πέρασαν το χαντάκι χωρίς να τους αντιληφθούν οι σκοπιές μας. Άλλοι 1.000 έλαβαν θέση σε μικρή απόσταση για να τους υποστηρίξουν. Το υπόλοιπο στράτευμα αποτελούσε την τρίτη γραμμή…». Στην περιγραφή του ο Βουτιέ καταλήγει: «Εκεί, στην τάφρο, έμειναν κατά την επίθεση πάνω από 700 από τους διαλεχτότερους άνδρες του εχθρού».
Επιπλέον, στην κρίσιμη περίοδο της Α’ Πολιορκίας, τη νυκτερινή έφοδο των Τούρκων είχε παρακολουθήσει από το πολεμικό «Θεμιστοκλής» και ο Αμερικανός εθελοντής Τζωρτζ Τζάρβις, ο οποίος αφηγείται στο χρονικό του: «Τα ξημερώματα έπεσε μια κανονιά από το στρατόπεδο των Τούρκων, σύνθημα για την προγραμματισμένη αιφνιδιαστική επίθεση. Ο άνεμος έφερνε
τον αντίλαλο των κανονιών και των ελαφρών όπλων πολύ καθαρά. Ηταν ένας τρομερός βρόντος που κράτησε πέντε ολόκληρες ώρες…».
Πληροφορίες για την αποτυχία της τουρκικής επίθεσης αντλούνται και από την αναφορά του παπικού προξενικού πράκτορα στην Πρέβεζα, Ναρντίνι, προς τον γενικό πρόξενο του πάπα στην Κέρκυρα, με ημερομηνία 24 Ιανουάριου 1823. «Νομίζοντας οι Τούρκοι πως οι Ελληνες, την ημέραν των Χριστουγέννων, θα βρίσκονταν στις εκκλησίες κατά τα έθιμά τους, πραγματοποίησαν έφοδο την αυγή εναντίον της πρώτης τάφρου με 800 περίπου Αλβανούς, υπό τον Ταχήρ Τσαπάρη Τσάμη. Φαίνεται, όμως, ότι οι Έλληνες ήταν πληροφορημένοι και είχαν προετοιμασθεί να τους αντιμετωπίσουν. Λένε ότι εκείνη τη νύκτα έδωσαν εντολή – ως στρατήγημα – στον ντελάλη να καλεί τους Έλληνες μεγαλόφωνα στην εκκλησία. Στην πραγματικότητα, όμως, συγκεντρώθηκαν μέσα στην τάφρο της πόλης. Είχαν ενισχυθεί από 500 άνδρες που αποβιβάστηκαν από τα ελληνικά καράβια, οπλισμένους με τρομπόνια. Μόλις οι Αλβανοί προχώρησαν αρκετά, οι Έλληνες άρχισαν τα πυρά και αφάνισαν μεγάλον αριθμό…».
Ας υπενθυμιστεί εδώ ότι, σύμφωνα με τον Τρικούπη, η σφοδρή επίθεση των Τουρκαλβανών εκτοξεύθηκε στο ανατολικό μέρος του φρουρίου, όπου βρίσκονταν 1.200 Μεσολογγίτες, Ζυγιώτες, Καρυτηνοί, Γαστουναίοι και Πύργιοι, υπό τους Δημήτρη Μάκρη, Γιαννάκη Ραζηκότσικα, Θεοδωράκη Γρίβα, Κανέλλο Δεληγιάννη κ.α. Ο εχθρός δεν προσέβαλε το κέντρο του φρουρίου, όπου αμύνονταν ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Ανδρέας Λόντος με 800 άνδρες. Αλλά ούτε και τη δυτική πλευρά, την οποία κάλυπταν ο Ανδρέας Ζαϊμης και ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας με 600 άνδρες, κυρίως Καλαβρυτινούς, αλλά και Μεσολογγίτες και Ανατολικιώτες. Στους τομείς αυτούς, ο εχθρός περιορίσθηκε σε παραπλανητικές ενέργειες.
Την περίλαμπρη ελληνική νίκη έψαλε και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν», αφιερώνοντας της τις στροφές 88-122:
«Πήγε εις το Μεσολόγγι
Την ημέρα του Χριστού
Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
Για τον Τέκνον του Θεού»
Αλλά και ο Ναρντίνι πληροφόρησε σχετικά τον προϊστάμενό του:
«Λένε πως οι Έλληνες ονόμασαν το Μεσολόγγι «Χριστόπολη», επειδή οι πολιορκημένοι απέκρουσαν την εχθρική έφοδο την ημέρα των Χριστουγέννων».
Στη συνεχεία της αφήγησης του Μπρέντζερι αναφέρεται: «Πέρασαν δέκα ημέρες χωρίς καμία καινούργια εχθρική απόπειρα. Το πρωί της 6ης Ιανουάριου (κατά τους Έλληνες ιστοριογράφους την Πρωτοχρονιά), ο Μάρκος Μπότσαρης, παρατηρώντας απ’ το κάστρο με το κιάλι, δεν είδε καμία κίνηση στο τουρκικό στρατόπεδο. Ούτε καπνός φαινόταν πουθενά. Έστειλε αμέσως οκτώ Σουλιώτες για αναγνώριση. Υστερα από μία ώρα γύρισαν με ευχάριστα νέα. Ο εχθρός είχε μετακινηθεί αιφνιδιαστικά, εγκαταλείποντας όλα τα εφόδιά του.
Μόλις οι Έλληνες άκουσαν την είδηση και πριν ακόμα ανοίξουν οι πύλες του κάστρου, πήδηξαν από τα τείχη κι έτρεξαν στο εχθρικό στρατόπεδο. Βρήκαν μεγάλο αριθμό βαρελιών μπαρούτης, βρεγμένης όμως με θαλασσόνερο, κάσες με φυσέκια και παξιμάδια, δέματα με ρύζια. Οι Έλληνες, γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι συνήθιζαν να θάβουν ό,τι ήθελαν κρύψουν, άρχισαν να σκαλίζουν τη γη με τουφεκόβεργες. Οπου έβρισκαν αντίσταση έσκαβαν. Ανακάλυψαν, έτσι, δέκα κανόνια με τις καρότσες τους. Τα είχαν αποκρύψει οι Τούρκοι ελπίζοντας πως θα επιστρέψουν με ενισχύσεις… Ολόκληρος ο κάμπος του Μεσολόγγιου ήταν γεμάτος πτώματα. Τα όρνια κατασπάραζαν τα κουφάρια ανθρώπων και αλόγων».
Και ο Ναρντίνι από την Πρέβεζα έγραψε στον παπικό πρόξενο της Κέρκυρας για την κόνα διάλυσης που παρουσίαζε το εχθρικό στρατόπεδο: «Οι Τσάμηδες εξακολουθούν να λιποτακτούν κατά μεγάλες ομάδες. Χθες (23 Ιανουάριου 1823), πέρασαν τον Λούρο 500 Λιάπηδες που γύριζαν στα χωριά τους…”.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η περιγραφή από τον Μπρέντζερι της περιφανούς νίκης που κατήγαγαν οι Έλληνες στην Α’ Πολιορκία του Μεσολογγίου. Ακολουθεί η φάση καταδίωξης του εχθρού, η οποία, κατα πάσα πιθανότητα, θα κατέληγε σε ολοσχερή εξόντωση των εχθρικών δυνάμεων, εάν ο Μαυροκορδάτος, σύμφωνα βέβαια με τον Μπρέντζερι (και όχι μόνον), δεν επεδείκνυε αδικαιολόγητη διστακτικότητα: «’Ηταν ασυγχώρητο λάθος του», γράφει ο Ιταλός φιλέλληνας. Προβάλλεται, ωστόσο, και το ισχυρό επιχείρημα της άλλης πλευράς, σύμφωνα με την οποία αφενός τα στρατεύματα ήταν εξαντλημένα από την πολιορκία και τις στερήσεις, αφετέρου τα περισσότερα από τα μοραΐτικα στρατεύματα είχαν επιστρέφει στις εστίες τους.
Ολοκληρώνοντας τη συνοπτική αυτή αφήγηση των ξένων για τα περιστατικά της Α’ Πολιορκίας του Μεσολογγίου και χάριν της ιστορικής αλήθειας, θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
α) Οι περισσότεροι ιστορικοί και απομνημονευματογράφοι, αποδίδουν την απόφαση για την άμυνα εκεί, στη μοναδική απροσκύνητη γωνιά της δυτικής Ρούμελης, στην έμπνευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και στην ανδρεία του Μάρκου Μπότσαρη. Ωστόσο, εάν ο Θανάσης Ραζηκότσικας με τους Μεσολογγίτες δεν είχαν την πρόνοια να προπαρασκευάσουν έγκαιρα την υποτυπώδη οχύρωση της πόλης και δεν ήταν «ομογνώμονες» – όπως αναφέρει ο ιστορικός – για τον υπέρ βωμών και εστιών αγώνα, τότε η προβολή σθεναρής αντίστασης θα ήταν τελείως ανέφικτη, όπως παραδέχθηκε αργότερα στη β’ έκδοση της ιστορίας του και ο Σπυρίδων Τρικούπης. Άλλωστε, προφανές είναι ότι η απόφαση για την άμυνα, κυρίως κατά το κρίσιμο εικοσαήμερο από 20 Οκτωβρίου έως 10 Νοεμβρίου, δεν θα μπορούσε να βασισθεί στα 60 μόνο ντουφέκια που διέθεταν ο Μαυροκορδάτος και ο Μπότσαρης, εάν σε αυτά δεν προστίθεντο και οι 300 Μεσολογγίτες οπλοφόροι και πυροβολητές.
β) Ακόμη, δεν θα ήταν υπερβολή να μνημονευθεί εδώ ότι ο πιο αφανής παράγοντας της σωτηρίας, αλλά και του θριάμβου του Μεσολογγίου ήταν ο Γιάννης Γούναρης ή Ζούκας, ο οποίος με τόση αυταπάρνηση και αλτρουϊσμό έδωσε το παράδειγμα του υπέρτατου χρέους προς την πατρίδα, θυσιάζοντας για αυτήν ακόμη και την οικογένειά του.
γ) Θα πρέπει, τέλος, να εξαρθεί η αξιοθαύμαστη εκδήλωση πνεύματος εθνικής ενότητας και ομοψυχίας, όταν υδροσπετσιώτικα πλοία έσπασαν τον θαλάσσιο κλοιό των τουρκικών και αποβίβασαν, γύρω στις 11 Νοεμβρίου, αλλά και περί τα μέσα Δεκεμβρίου, σημαντικό αριθμό μοραΐτικων στρατευμάτων, ενώ στις αρχές Νοεμβρίου εισέδυσαν από την ξηρά και ενίσχυσαν τους πολιορκημένους αρκετοί Αιτωλικιώτες και Ζυγιώτες.
Καθίσταται σαφές ότι κατά τα πρώτα έτη της Εθνεγερσίας οι αγωνιστές του ’21 ήταν άδολοι και αγνοί. Οταν ακόμη δεν είχε δοθεί το πρώτο αγγλικό δάνειο του 1824, του οποίου η αλόγιστη χρήση μετέβαλε πολλούς σε μισθοφόρους. Όταν ακόμη δεν είχαν εμφιλοχωρήσει οι έντονες κομματικές αντιπαραθέσεις. Όταν ακόμη δεν είχαν μεσολαβήσει οι εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις του 1824 – ’25, που δίχασαν Ρουμελιώτες και Μοραΐτες, με αποτέλεσμα, λίγο αργότερα, να αφεθεί η πόλη κυριολεκτικά αβοήθητη, στην τελευταία πολιορκία της, με τις γνωστές τραγικές συνέπειες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Brenzeri: ADVENTURES OF A FOREIGNER IN GREECE, “London Magazine”, Aug. 1826 – Jan. 1827
- Raybaud Maxime: MEMOIRES SUR LA GRECE, Paris, 1825
- Voutier Olivier: MEMOIRES SUR LA GUERRE ACTUELLE DE GRECS, Paris, 1883
- Κανέλλου Δηληγιάννη: «Απομνημονεύματα», Αθήναι, 1854
- Χρ. Ευαγγελάτου: «Ιστορία του Μεσολογγίου», Αθήναι, 1959
- Ιωανν. Ιωαννίδη: «Πολιορκία, Έξοδος και Ηρώον Μεσολογγίου», Μεσολόγγιον, 1926
- Κ. Στασινόπουλου: «Οι Μεσολογγίται», Αθήναι, 1925
- Παλαιών Πατρών Γερμανού: Απομνημονεύματα, εκδόσεις Βεργίνα, Δεκέμβριος, 1996
- Κάρπος Παπαδόπουλος: «Τα κατά Βαρνακιώτην και ανάκτησις του Μεσολογγίου», εκδοτικός οίκος Γ. Σταυροπούλου, 1861.
- Gordon Thomas: History of the Greek Revolution, Edinburg, 1832
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμ. ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975
- Σ., Τρικούπης: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, 4 τ., εκδ. Δημιουργία – Α. Χαρίσης, Αθήνα, 1996
- Στρατιωτική Ιστορία, Εκδόσεις Περισκόπιο, Οκτώβριος 2003
- Κ. Παπαρρηγόπουλος: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδ. Φάρος, Αθήνα 1983.