Loading...

Φραγκίσκος Άστιγξ: Ο φιλέλληνας και γενναίος πλοίαρχος που έδωσε σπουδαίες μάχες σε Μεσολόγγι και Αιτωλικό


Μοιραστείτε το άρθρο...

Ο Άστιγξ ήταν γιος ευκατάστατης οικογένειας του στρατηγού και βαρωνέτου, Καρόλου Άστιγξ. Ένδεκα μόλις χρονών κατατάχθηκε στο Βρετανικό Ναυτικό και έλαβε μέρος στην ξακουστή ναυμαχία του Trafalgar (το 1805), υπηρετώντας στο δίκροτο Ποσειδών, του οποίου η πρύμη τινάχθηκε στον αέρα.

Γράφει ο Ιωάννης Κατσαβός
Αξιωματικός ΠΝ, Συγγραφέας -Ερευνητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας

Ωστόσο, μετά από δεκαπέντε χρόνων ευδόκιμης υπηρεσίας, όπου εξελίχθηκε στο βαθμό του πλοιάρχου και διακρίθηκε σε θέματα πυροβολικής, αναγκάσθηκε να φύγει. Ήταν ένα πραγματικά άτυχο περιστατικό. Κυβερνώντας τον χρόνο εκείνο – 1819 – ένα υδρογραφικό πλοίο, ο Άστιγξ, έφθασε μία μέρα στο μεγάλο λιμάνι της Ιαμαϊκής, το Πόρτ Ρουαγιάλ. Εκεί βρήκε αγκυροβολημένο τον αγγλικό στόλο και από απροσεξία έριξε σίδερο στη ζώνη αγκυροβολίας του Άγγλου Ναυάρχου.

Το σφάλμα επέσυρε μια αυστηρή ίσως παρατήρηση. Ο κυβερνήτης όμως σημαίας της ναυαρχίδας, άρπαξε παρευθύς την τρόμπα-μαρίνα και άρχισε να περιλούει τον άτυχο πλοίαρχο με τις πιο βαριές φράσεις και σε τόνο βάναυσο. Το κακό είναι πως ο Ναύαρχος του αγγλικού στόλου πήρε το μέρος του Κυβερνήτη του και καταδίωξε τον Άστιγγα. Τον παρέπεμψαν σε ναυτοδικείο και τον απέταξαν από το Royal Navy.

Ο ίδιος, σε γράμμα του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον Απρίλιο του 1822, σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι η κυβέρνηση της χώρας του τον μεταχειρίσθηκε κατά τρόπον αυθαίρετο και άδικο. «Απελύθην άνευ λόγου, αφού η υπόθεσις κακώς παρεστήθη υπό Ναυάρχου, ο οποίος είχε προσωπικά με τον (θείο του) Μαρκήσιον Άστιγγα».

Η απόταξη εκείνη πλήγωσε βαθιά τον Άστιγγα. Έφυγε από τη χώρα του περίλυπος μεν, αλλά και αποφασισμένος να μην «καταθέσει τα όπλα». Πήγε στη Γαλλία, όπου εκεί, ανήσυχος πάντα και δημιουργικός, μελέτησε ιδιαίτερα την εξέλιξη του πυροβολικού, προλειαίνοντας το έδαφος για την επάνοδό του στην ενεργό δράση.

Στη Γαλλία, επηρεασμένος ήδη από τις φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, τον βρήκε το συγκλονιστικό γεγονός του Ελληνικού ξεσηκωμού και τον συνεπήρε. Ο Άστιγξ, εμφορούμενος από τις αρχές της ελευθερίας, ήρθε στην πατρίδα μας μαζί με τον Αμερικανό φιλέλληνα Γεώργιο Τζάρβις (George Jarvis) και πρόσφερε όλες τις δυνάμεις του και στο τέλος την ίδια την ζωή του, για το λυτρωμό από τη σκλαβιά της Ελλάδος. Υπηρέτησε, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, αυτό το μεγάλο ιδανικό, του να θυσιάζεσαι υπέρ των άλλων, με αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια.

Πάντα ανικανοποίητος από τον εαυτό του, επιδίωκε το καλύτερο και το πετύχαινε με την πειθώ και την οργανωμένη προσπάθεια. Δύστροπος και οξύθυμος, όταν έτσι εκδηλωνόταν, ήταν για γενικά και όχι ατομικά συμφέροντα. Η περιφρόνηση του κινδύνου, αποτελούσε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του. Η μετριοφροσύνη του το άλλο.

Άγγλος αυτός, πολέμησε ωστόσο σαν Έλληνας. Ανήκε σ’ ένα από τα ενδοξότερα ναυτικά – που όμως τον πίκρανε – και το ’χε τιμή του να παρουσιάζεται ως Έλληνας αξιωματικός. Διακινδύνεψε τόσες φορές για να ελευθερώσει γη ελληνική, ωσάν να ήταν γη των πατέρων του.

Εξάλλου, στην ψύχωση των Αγγλογάλλων να διατηρήσουν άθικτη την Τουρκία ως προπύργιο κατά της ρωσικής επεκτάσεως, ο Φρανκ Άστιγξ ήταν ανάμεσα στα φωτεινά πνεύματα της εποχής, που πίστευαν και υπέδειξαν την ανάγκη της δημιουργίας μεγάλου ελληνικού κράτους, δυτικού τύπου.

Του ταιριάζει λοιπόν ο χαρακτηρισμός «Χρησιμώτατος των Φιλελλήνων», που του έδωκε ο ιστορικός Χέρτσμπεργκ, ενώ του αρμόζει καλλίτερα, κατά τη γνώμη μου, το προσωνύμιο «Ο πλέον παρά Έλλην» της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος. Είναι η υπέρτατη τιμή που μπορεί να προσφέρει ο πανάρχαιος αυτός τόπος σ’ έναν ξένο.

Η Δράση του Άστιγξ στην Ελλάδα

α. Γενικά.

Φεύγοντας από τη Μασσαλία για την πατρίδα μας, την 1η Μαρτίου 1822, έφθασε στην Ύδρα στις 3 Απριλίου. Εκεί γνωρίστηκε με τους αδελφούς Τομπάζη (Γιακουμάκη και Μανώλη), οι οποίοι τον φιλοξένησαν με πολλές περιποιήσεις. Σ’ ανταπόδοση φρόντισε και δέχθηκαν στην Αγγλία υπότροφο τον γιο του Γιακουμάκη, Γεώργιο, ο οποίος έγινε κατόπιν Ναύαρχος και Υπουργός.

Η σκιά, ωστόσο, της ανθελληνικής πολιτικής των πρώτων χρόνων της Εθνεγερσίας εκ μέρους της αγγλικής κυβερνήσεως, βάρυνε πολύ στον Άστιγγα, τον οποίο μερικοί θεώρησαν τότε στην Ελλάδα ως κατάσκοπο. Κι ίσως γι’ αυτό αρχικά δεν τον δέχθηκαν στο Ελληνικό Ναυτικό. Έγραψε όμως ένα εμπνευσμένο γράμμα στον Πρόεδρο του Εκτελεστικού, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, στο οποίο εξέφραζε τη λύπη του, γιατί δεν θα μπορούσε έτσι να προσθέσει το όνομά του στους ελευθερωτές της Ελλάδος, «αλλά δεν θα έπαυε να εύχεται τον θρίαμβο της ελευθερίας και του πολιτισμού κατά της τυραννίας και της βαρβαρότητος». Και τελικά τον δέχθηκαν στο Ελληνικό Ναυτικό.

β. Υπηρεσία στον «Θεμιστοκλή».

Αρχικά (30 Απριλίου 1822) τοποθετήθηκε στην κορβέτα «Θεμιστοκλής» των Τομπάζηδων, όπου όχι μόνο έδειξε ναυτική εμπειρία και θέληση, αλλά – σε μια περίπτωση – έσωσε το πλοίο από βεβαία καταστροφή ή αιχμαλωσία. Τούτο συνέβη όταν η κορβέτα καταδίωκε μεγάλη τούρκικη σακκολέβα κοντά στα μικρασιατικά παράλια.

Η σακκολέβα στράφηκε προς την ακτή, όπου ήταν ανεπτυγμένοι πολλοί Τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι άρχισαν ένα πυκνό τουφεκισμό. Καθώς έπεσε ο άνεμος, το ελληνικό πλοίο ακινήτησε πολύ κοντά στην βραχώδη ακτή, ώστε να μη μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πυροβόλα του. Το κατάστρωμά του είχε σαρωθεί από τα πυρά και κανείς δεν μπορούσε να σταθεί για να εκτελέσει τα παραγγέλματα του πλοιάρχου.

Μόνος στη θέση του ο Άστιγξ, καραδοκούσε τη στιγμή, ώσπου κάποια ριπή του ανέμου ήρθε. Αψηφώντας τότε το χαλάζι από τις σφαίρες, έλυσε τους φλόκους και με τη βοήθεια του τιμονιού έστριψε το καράβι, προς Νότο. Αμέσως μετά ο Τομπάζης θα εξαπολύσει μια ομοβροντία, διασκορπίζοντας τους τυφεκιοφόρους της ακτής, ενώ μια άλλη, θα καταποντίσει τη σακκολέβα. Ο Άστιγξ, ήρωας της ημέρας, αποθεώθηκε.

γ. Θητεία στην ξηρά.

Παρά όμως τη γενική αναγνώριση, ο Άστιγξ δεν ήταν ικανοποιημένος από την κατάσταση του Ναυτικού, τόσο στο θέμα της πειθαρχίας όσο και στη γνώση της πυροβολικής. Επιχείρησε να εισηγηθεί ορισμένες μεταβολές, δεν τον άκουσαν και γι’ αυτό, απογοητευμένος ζήτησε και τον μετέθεσαν στην ξηρά, όπου κατάρτισε με έξοδά του σώμα πυροβολιστών. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, η οποία τον δέχεται με όλες τις τιμές.

«Αριθ. 445

Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΓΕΡΟΥΣΙΑ

            Προς τον γενναίον και φιλέλληνα Κον Φρανσουά Χάστιγξ.

            Η Κεντρική Διοίκησις της Πελοποννήσου, αποδεχομένη μετά χαράς τας προσφοράς της φιλελευθέρου γνώμης και φιλοκάλου διαθέσεώς σας, σας δίδει την άδειαν να αναλάβητε την οδηγίαν των όσοι επιθυμούν να σας ακολουθήσουν και να συστήσητε το οποίον επροβάλετε Στρατιωτικόν Σώμα, του οποίου και σας διωρίζει αρχηγόν, αναλαμβάνοντες την ευγενή φροντίδα να το διδάξητε ευρωπαϊκώς, καθ’ όποιον τρόπον συμφέρει μάλλον εις την Ελλάδα και να απέλθητε μετ’ αυτού εις τα πεδία του Άρεως δια να αποδείξητε και πραγματικώς τον ζήλον σας, δι’ ον και η Ελλάς ευγνωμονούσα θα αποδίδη και προς την γενναιότητά σας μέρος ευχαριστίας δια την ελευθερίαν της.

                                                             Έρρωσθε ανδρών άριστε

Εν Τριπόλει την 2 Νοεμβρίου 1822

                                                Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος Αντιπρόεδρος

                                                            Ο Πρωτοσύγγελος Αμβρόσιος»

Κατόπιν από την εντολή αυτή, ο Άστιγξ εκπαίδευσε συστηματικά ένα σώμα πυροβολιστών, από Κρανιδιώτες κυρίως, με το οποίο βομβάρδισε από το Μπούρτζι τις Τουρκικές οχυρώσεις, στο πολιορκημένο από τους Έλληνες Ναύπλιο. Έλαβε επίσης μέρος ως «αρχηγός της πυροβολικής οπλοφορίας» στην εκστρατεία της Κρήτης, στην οποία παρέμεινε μαζί με τον τότε αρμοστή της Εμμ. Τομπάζη, ως την αποχώρησή του από εκεί. Δηλαδή κατά το διάστημα, 21 Μαΐου μέχρις τέλους Σεπτεμβρίου 1823.

δ. Επιστροφή στη θάλασσα.

Ανήσυχο πνεύμα ο Βρετανός πλοίαρχος, αποστρέφεται τη ραστώνη. Έτσι, τον καιρό που δεν μετέχει σε πολεμική δράση, ασχολείται από το 1824 με τα προβλήματα του Ναυτικού και κυρίως σ’ ό,τι αναφέρεται στον οπλισμό και την οργάνωση. Αφιερώνει ειδικά τη σκέψη του στη σύνθεση του ελληνικού στόλου. Καθώς με την πάροδο του χρόνου τα πυρπολικά έχουν περιορίσει τη δραστηριότητά τους, γιατί έμαθαν κάπως οι αντίπαλοι να προφυλάσσονται απ’ αυτά, τα ελληνικά πολεμικά «σιτοκάραβα» δεν μπορούν να δράσουν αποτελεσματικά κατά των τουρκικών πλοίων, για τους γνωστούς λόγους. Υπήρξε λοιπόν επιτακτική ανάγκη για τους Έλληνες ν’ αποκτήσουν εθνικό στόλο και μάλιστα από ατμοκίνητα καράβια.

Στην αρχή δεν εύρισκε κατανόηση, αργότερα όμως βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να γράψει στο φίλο του Γιακουμάκη Τομπάζη χαίρων, ότι «η Κυβέρνησις φαίνεται ευδιάθετος να θέση εις εφαρμογήν το περί ατμοκινήτου σχέδιόν μου». Πραγματικά, με εμπεριστατωμένο υπόμνημά του, είχε πείσει τους αρμοδίους (το Βουλευτικό Σώμα) για την ανάγκη των ατμοκινήτων πλοίων, τα οποία είχαν το βασικό προσόν της μεγάλης ευκινησίας και της ταχείας περιστροφής, μη υποκείμενα στην κατεύθυνση του ανέμου, όπως τα ιστιοφόρα ή και τα κωπήλατα πλοία.

Ο Άστιγξ είχε συγκεκριμένες ιδέες για τα πλοία που χρειάζονταν, και μάλιστα άμεσα, προκειμένου αυτά να εκπληρώσουν τον προορισμό τους. Τα πρώτα απ’ αυτά, τύπου κορβέτας, έπρεπε να ναυπηγηθούν στην Αγγλία και να καταπλεύσουν στις ελληνικές θάλασσες, καθ’ όλα έτοιμα. Να μη είναι βαρύτερα από 200 τόννους (αργότερα δέχθηκε αύξηση του βάρους), με ισχυρή κατασκευή, για να φέρουν τηλεβόλα των 32 ευθυτενούς τροχιάς ή και 68 λιτρών καμπύλης τροχιάς και διαμέτρου 7 δακτύλων. Το βάρος του βλήματος αποτελούσε, κατά τον Άστιγγα, σπουδαιότατο παράγοντα: έξι τέτοια βλήματα αρκούσαν να καταστρέψουν οποιοδήποτε εχθρικό σκάφος.

Για να παρουσιάζουν τα πλοία μικρή αντίσταση στον άνεμο, ζήτησε να γίνουν στενότερα και χαμηλότερα, ώστε να έχουν μικρότερα έξαλα. Τα πυροβόλα θα τοποθετούντο στο κατάστρωμα και θα γεμίζονταν υπέρτοιχα. Πρότεινε από τα πυροβόλα των 32 να χρησιμοποιούνταν βλήματα πυρακτωμένα σε καμίνια, κάτι που μπορούσε να γίνει με οικονομία, χάρη στις εστίες φωτιάς που υπήρχαν σ’ ένα ατμήλατο πλοίο για την κίνηση της μηχανής. Τα ερυθρόπυρα βλήματα δεν ήταν καταστρεπτικότερα από τα κοίλα των 68, αλλά είχαν μεγαλύτερο βεληνεκές και προξενούσαν πυρκαϊές.

Μεταβαίνοντας όμως στην Αγγλία, για να βοηθήσει στη ναυπήγηση ενός τουλάχιστον ατμοκινήτου, βρήκε ισχυρή αντίδραση από ορισμένους τραπεζικούς και ναυπηγικούς κύκλους και σε τέτοιο βαθμό, ώστε αναγκάστηκε να αποσυρθεί στα κτήματά του και να παύσει ασχολούμενος με τα ατμήλατα πλοία των Ελλήνων!

Αργότερα, όμως, ο Ιταλός φιλέλληνας Πιέτρο Γκάμπα, εξ απορρήτων του Βύρωνα, τον μετέπεισε ν’ ανακαλέσει την παραίτησή του και ευτυχώς πέτυχε να σταματήσει – προσωρινά έστω – τις αντιδράσεις των δανειστών και των διευθυντών του ναυπηγείου του Bedford.

ε. Ναυπήγηση της «Καρτερίας».

Εν συνεχεία, άρχισε η κατασκευή ενός πλοίου (άνοιξη του 1825), αργοπορούσε όμως και αναγκάστηκε ο Άστιγξ να διαθέσει δικά του χρήματα, για να αυξήσει κατά έξι τον αριθμό των εργατών. Όταν κάποτε – Ιούλιο 1826 – η ναυπήγησή του τελείωσε, διέπλευσε τον Τάμεση με αγγλική σημαία και το όνομα Perseverance (Καρτερία), υπό την κυβέρνηση του Άστιγγος, ο οποίος φερόταν και ως πλοιοκτήτης.

Στις 3 Σεπτεμβρίου (15 Ν.Η.) η χαμηλή κορβέτα με τα βαριά τηλεβόλα, μετά από περιπετειώδες ταξίδι, έφθανε καπνίζοντας και αφροκοπώντας στον Ναύπλιο, όπου αγκυροβόλησε κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα ενός πλήθους, που κυριαρχείτο από μεγάλο ενθουσιασμό.

Τη σκηνή περιγράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης[1] ως εξής: «Την 3η Σεπτεμβρίου λίαν πρωΐ ηκούσθη εν τη πόλει του Ναυπλίου ασυνήθης ήχος τροχηλασίας επί της θαλάσσης και μετ’ ολίγον ηγκυροβόλησεν υπό αγγλικήν σημαίαν το πρώτον αυτόθι φανέν ατμόπλοιον, η Καρτερία, 233 τόννων και την επιούσαν ύψωσε την ελληνικήν σημαίαν υπό τον κρότον των κανονιών του και εδόθη τω κυβερνήτι αυτού Χάστιγγ, ο βαθμός του πλοιάρχου φρεγάτας».

Ανάλογη καταχώριση έκαμε και η Γενική Εφημερίς του Σαββάτου 4 Σεπτεμβρίου.

Την ένταξη του πλοίου – του πρώτου εθνικού πλοίου – στη δύναμη του ελληνικού στόλου πραγματοποίησε η Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος με το παρακάτω δηλωτικό, αριθ. 3643.

«Η Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος

Δηλοποιεί

            Ότι το ατμοκίνητον πλοίον, ονομαζόμενον Καρτερία, ωπλισμένον με κανόνια οκτώ και έτερα ψιλά όπλα και εφόδια πολεμικά αναγκαία εις μάχην και με τους αναλόγους ναύτας και τους αναγκαίους αξιωματικούς, κυβερνώμενον παρά του Κυρίου Φραγκίσκου Άβνεϋ Άστιγξ, πέμπεται παρά της Διοικήσεως δια να αποτελή μέρος του Ελληνικού Στόλου, υπό τας οδηγίας του στολάρχου Α. Μιαούλη ….

                                                                        Εν Ναυπλίω τη 11 Οκτωβρίου 1826

Ο Πρόεδρος

Ανδρέας Ζαήμης»

Φυσικά, το γεγονός γνωστοποιείται στο Πανελλήνιο, με δημοσίευμα της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος (χρονολογία 8 Σεπτεμβρίου 1826).

στ. Συμμετοχή σε ναυτικές επιχειρήσεις.

Από την ημέρα εκείνη η Καρτερία συμμετέχει σταθερά σ’ όλες τις επιχειρήσεις με κυβερνήτη τον Φρ. Άστιγγα και υπό την αρχηγία του Στόλου πρώτα του Μιαούλη και μετά του Κόχραν. Οι επιχειρήσεις αυτές ήταν βασικά οι ακόλουθες:

1) Πειραιά – Φαλήρου (Ιαν. 1827)

Σχετικά, έχομε την εξής περιγραφή από την Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος της 29ης Ιανουαρίου 1827:

«Την κδ΄ μετά την δύσιν του ηλίου η θαλασσινή και η της ξηράς δύναμις, αποφασισμένη εις κυρίευσιν του Πειραιώς, εκίνησεν. Η θαλασσινή δύναμις συνίστατο από του Ελληνικού ατμοκινήτου, της Καρτερίας, διοικουμένου παρά του ακαμάτου Κ. Άστιγγος, από δύο πολεμικών βρικιών Ψαριανών, διοικουμένων του μεν παρά του Κ. Δημητρίου Παπά Νικολή, του δε παρά του Κ. Γιαννίτζη, αφ’ ενός ετέρου βρικίου του συνταγματάρχου Κ. Γόρδωνος, και από άλλων μικρών πλοιαρίων… Όλα ήσαν υπό την κυβέρνησιν του Άστιγγος.

»Η έμβασις των στρατευμάτων άρχισε κατά την εννάτην ώραν της ημέρας, και ετελείωσε κατά την πρώτην της νυκτός, και κατά την τετάρτην ώραν απήραν τα πολεμικά πλοία, προηγουμένου του ατμοκινήτου, και παρακολουθούντων των άλλων πλοιαρίων, και μετά τεσσάρων ωρών πλουν έφθασαν εις το Πασσά Λιμάνι (Φαληρέα), όπου έμελλε να γενή η απόβασις. Η απόβασις άρχισεν κατά την ογδόην ώραν της νυκτός, και διήρκεσε μίαν ώραν εις το λεγόμενον Γωνίαν τόπον.

            »Αφ’ ου δε εγένετο ημέρα εμβήκε το ατμοκίνητον εις τον Πειραιά, και αμέσως άρχισε να κανονοβολή το μοναστήριον, και το έφερεν εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε εδύναντο οι ημέτεροι και εξ εφόδου να το κυριεύσωσιν. Επίασαν και την πλησίον του μοναστηρίου κειμένην μελισσόμανδραν, και ογλήγορα μανθάνομεν την κυρίευσιν αυτού.

            Αι τιμαί της ημέρας, δικαίως, λέγει ο Γάλλος Ναύαρχος και Ιστορικός Ζυριέν ντε λα Γκραβιέρ, ανήκουν αναμφισβητήτως εις τον κυβερνήτην της Καρτερίας.

Και όταν πάλιν ο Ρεσήτ πασάς, εβάδισε κατά του Πειραιώς με 4.000 άνδρες, ο πλοίαρχος Άστιγξ εισπλέων εν τω μέσω της συμπλοκής εις Πειραιά, προσέβαλλε τους Τούρκους κατά πλευράν και τους αναγκάζει να υποχωρήσουν.»

2) Σκάλα Ωρωπού (Μαρ. 1827)

Αρχές Μαρτίου 1827, ο Έυδεκ (Χάϊντεκ) επιχείρησε να αποβιβασθεί και να καταλάβει τον Ωρωπό, υποστηριζόμενος από τη φρεγάτα «Ελλάς» με τον Ανδρέα Μιαούλη, από την «Καρτερία» με τον Άστιγξ και από το βρίκι «Νέλσων» με τον Παπανικολή. Στις 3 Μαρτίου έφθασαν στη θαλάσσια περιοχή του Ωρωπού, όπου, κατά τον Σ. Τρικούπη, «ηύραν δύο φορτηγά υπό σημαίαν τουρκικήν τροφοφόρα και η μεν «Καρτερία» εκυρίευσεν αμφότερα, η δε «Ελλάς» κανονοβολούσα σφοδρώς κατεσίγασε το επί της παραλίας κανονοστάσιον …». Ωστόσο ο Έυδεκ δίστασε να εκτελέσει απόβαση, παρά τις ευνοϊκές συνθήκες, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η επιχείρηση.

3) Παγασητικού κόλπου (Απρ. 1827)

Στις αρχές Απριλίου η Κυβέρνηση έστειλε στον Παγασητικό κόλπο δύο Σπετσιώτικα πλοία για να ενεργήσουν αποκλεισμό. Λίγο αργότερα προστέθηκαν δύο Υδραίϊκα, ενώ στις 8 Απριλίου κατέφθασε και ο αρχηγός της μοίρας Άστιγξ με την «Καρτερία». Τα κανόνια των Ελληνικών πλοίων πέτυχαν να φιμώσουν τα κανόνια του φρουρίου του Βόλου, άνοιξαν την είσοδο του κόλπου, οι δε οβίδες της «Καρτερίας» επέφεραν αρκετές ζημιές. Τελικά, από τα 8 Τουρκικά φορτηγά πλοία που κυριεύθηκαν στο λιμάνι, οι Έλληνες κατέστρεψαν τα 3, ενώ παρέλαβαν τα άλλα 5 με την πλούσια λεία τους. Φεύγοντας είδαν ξαφνικά να ανατινάζεται μέρος των τειχών του φρουρίου, προφανώς από βραδυφλεγή βλήματα της «Καρτερίας». Συνεχίζοντας την κίνησή τους, κοντά στο νέο Τρίκκερι, καταβύθισαν επίσης, δύο Τουρκικές γολέττες κι’ ένα βρίκι, ενώ στην Κύμη συνέλαβαν κι άλλο Τουρκικό φορτηγό και το έστειλαν στην Αίγινα.

4) Επιδρομή στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου

Ένα από τα υπερφίαλα σχέδια του Κόχραν απέβλεπε στην πυρπόληση του Αιγυπτιακού στόλου στην Αλεξάνδρεια. Για το σκοπό αυτό, στις 25 Μαΐου συγκεντρώθηκαν στα Κύθηρα τα κυριότερα πλοία των 3 ναυτικών νησιών με τους Ναυάρχους τους, καθώς και το «Ελλάς», η «Καρτερία» και 8 πυρπολικά. Στις 4 Ιουνίου ο στόλος είχε πλησιάσει στο λιμάνι, αλλά αναγνωρίσθηκε από μια ακταιωρό, η οποία στην προσπάθειά της να σπεύσει να ενημερώσει σχετικά τις Αιγυπτιακές αρχές, εξόκειλε στα αβαθή της εισόδου του λιμανιού. Εδώ, όμως, συνέβη το μοιραίο λάθος, γιατί δυο προπορευόμενα Ελληνικά πυρπολικά επέπεσαν στην ακταιωρό για να την κάψουν. Τα Αιγυπτιακά πλοία αντελήφθησαν τον κίνδυνο και σήμαναν συναγερμό, ενώ ταυτόχρονα έπεσε και ο άνεμος. Έτσι ο Ελληνικός στόλος αποχώρησε άπρακτος και η επιχείρηση ματαιώθηκε. Ο ανεκδιήγητος Κόχραν στις 7 Ιουνίου θα γράψει ψυχρά στην Αντικυβερνητική Επιτροπή: «Δεν έκρινα την ευκαιρίαν αρμοδίαν να ναυμαχήσωμεν. ο στόλος είχεν μεγάλην έλλειψιν τροφών και νερού…»!

5) Επιχειρήσεις Πατραϊκού Κόλπου

Ο Κόχραν, συνεχίζοντας την εφαρμογή των ανεδαφικών σχεδίων του, κατέπλευσε στις 2 Σεπτεμβρίου το πρωΐ με τον Ελληνικό στόλο στον Πατραϊκό Κόλπο, προ της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου. Είχε πρόθεση να καταλάβει αιφνιδιαστικά, αρχικά την οχυρωμένη νησίδα του Βασιλαδιού και στη συνέχεια το Μεσολόγγι, θεωρώντας προφανώς εύκολη και απλή την υλοποίηση των υπερβολικά φιλόδοξων σχεδίων του. Μάλιστα, έσπευσε να απευθύνει ενθουσιώδη προκήρυξη στους κατοίκους της Δυτικής Στερεάς, παρακινώντας τους να εξεγερθούν. Η ανάκτηση του Μεσολογγίου και της ευρύτερης περιοχής εξάλλου, θα είχε ευμενέστατη απήχηση τόσο στο αγωνιζόμενο Έθνος όσο και στην Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ενώ παράλληλα θα ανέτρεπε υφέρπουσες σκέψεις ή και κυοφορούμενα των Μεγάλων Δυνάμεων σχέδια περί αυτόνομου Ελληνικού Κράτους, φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο, περιοριζόμενου στην Πελοπόννησο και στις Κυκλάδες.

Ο Κόχραν, πράγματι, χωρίς χρονοτριβή, την ίδια ημέρα, στις 2 Σεπτεμβρίου, εξαπέλυσε την επίθεσή του. Τρεις κανονιοφόρες πλησίασαν το Βασιλάδι και ο ίδιος ο παράτολμος Ναύαρχος, επιβαίνοντας πλοιαρίου, προσέγγισε πρώτος τη νησίδα και εκτόξευσε πυροσίφωνες (κονγκρεβιανούς πυραύλους, είδος πυριφλεγών βλημάτων που είχε εφεύρει ο Άγγλος Συνταγματάρχης Κόνγκρεβ), οι οποίοι όμως, αστόχησαν. Στη συνέχεια, εισήλθαν στη μάχη και οι κανονιοφόρες, ενώ οι Τούρκοι αντιπυροβολούσαν, χωρίς ωστόσο να υπάρξουν εκατέρωθεν αποτελέσματα.

Την επομένη, 3 Σεπτεμβρίου, επαναλήφθηκε πιο σφοδρή η επίθεση των κανονιοφόρων, αλλά, από τα πυρά των Τούρκων πληγώθηκαν δύο ναύτες. Ύστερα απ΄ αυτό το επεισόδιο, ετοιμάσθηκε βομβοβόλος σχεδία και το Βασιλάδι βομβαρδίσθηκε και πάλι ανεπιτυχώς.

Στις 4 και 5 Σεπτεμβρίου, σαν ύστατη προσπάθεια και κατόπιν πρότασης του Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη, που συμμετείχε στις επιχειρήσεις υπό τον Κόχραν, οπλίσθηκαν Μεσολογγίτικες[2] βάρκες, οι οποίες εισήλθαν στη λιμνοθάλασσα από το δυτικότερα κείμενο νησάκι του Προκοπάνιστου και οδηγούμενες από Μεσολογγίτες πλοηγούς (πιλότους), πλησίασαν και απέκλεισαν από βορρά τη νησίδα. Οι Τούρκοι, όμως, είχαν την προηγούμενη ανεφοδιασθεί και έτσι ο αποκλεισμός απέβη άκαρπος, οπότε ο στόλος αναγκάσθηκε να αποπλεύσει «οίκαδε».

Στην επιχείρηση αυτή παρά λίγο να υποστεί σοβαρή βλάβη η «Καρτερία», που είχε κολλήσει στα αβαθή, από πυρκαϊά που ξέσπασε στην καρβουναποθήκη της, όπως περιγράφει ο Τράϊμπερ[3], γιατρός τότε της «Καρτερίας» και προηγουμένως του Λόρδου Βύρωνος.

ζ. Επιχειρήσεις Πλοιάρχου Άστιγξ στην Δυτική Ελλάδα.

1) Ναυτικό επεισόδιο Ιτέας.

Στη θαλάσσια περιοχή του Πατραϊκού Κόλπου, κατ’ εντολή του Κόχραν, παρέμεινε Μοίρα του στόλου υπό τον Άστιγξ, κυβερνήτη της «Καρτερίας».

Η Μοίρα, η οποία ακόμη περιλάμβανε το βρίκι «Σωτήρα», δύο κανονιοφόρες και δύο Γολέττες (ημιολίες), ανέλαβε εν συνεχεία τη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων στον Κορινθιακό Κόλπο, όπου περί τα μέσα Σεπτεμβρίου κατήγαγε λαμπρή νίκη στον όρμο της Ιτέας, με την καταβύθιση 9 Τουρκικών πολεμικών πλοίων, τα οποία λυμαίνονταν τα παράλια και κατατρομοκρατούσαν τους κατοίκους, εμποδίζοντας την επικοινωνία Στερεάς και Πελοποννήσου.

Κατόπιν, επανήλθε – όχι χωρίς δυσκολίες λόγω των σφοδρών και διασταυρωμένων πυρών 87 πυροβόλων που δέχθηκε κατά τη διέλευσή του ανάμεσα στα φρούρια Ρίου-Αντιρρίου – στον Πατραϊκό Κόλπο, για να συμμετάσχει στην υλοποίηση ευρυτέρων σχεδίων.

2) Μεταφορά Δυνάμεων Τσώρτς.

Αυτά απέβλεπαν στην αναζωπύρωση της επανάστασης στην Δυτική Στερεά Ελλάδα σε συνεργασία με τους τοπικούς οπλαρχηγούς, που είχαν αναθαρρήσει και μάλιστα ιδιαίτερα μετά την καταναυμάχηση του Οθωμανικού Στόλου από τον αντίστοιχο συμμαχικό στο Ναυαρίνο στις 8/20 Οκτωβρίου 1827.

Έτσι, κατά το τελευταίο 15ήμερο του Νοεμβρίου και αρχές Δεκεμβρίου 1827 η Μοίρα διαπεραίωσε διαδοχικά, χωρίς προβλήματα, από το καραβοστάσι του ακρωτηρίου Άραξος (Κάβο Πάπας) της Πελοποννήσου στο Δραγαμέστο (Αστακός) της Δ. Στερεάς Ελλάδας δυνάμεις 1.400 ανδρών περίπου, υπό τον, έχοντα διορισθεί Αρχιστράτηγο των Χερσαίων Δυνάμεων στις 29 Μαρτίου 1827, Άγγλο φιλέλληνα Αρχιστράτηγο Σερ Ρίτσαρντ Τσώρτς (Richard Church) (1784-1873) και τον Σουλιώτη Στρατηγό Κώστα Μπότσαρη (1793-1853). Σε σχετική αναφορά του ο Τσώρτς θα σημειώσει: «Ο Καπετάν Άστιγξ με την «Καρτερία» συνήργησε κατά πολλά εις την ευκόλυνσιν και ταχείαν διεκπεραίωσιν των στρατιωτικών κινημάτων του αρχιστρατήγου».

3) Ανάκτηση Βασιλαδιού.

Η θέση, όμως, του Τσώρτς κρινόταν επισφαλής και μετέωρη στον υπερεκτεταμένο χώρο που θα επιχειρούσε, χωρίς την κατάληψη ή έστω τον έλεγχο του Μεσολογγίου από τη θάλασσα. Γι’ αυτό κλήθηκε να λάβει μέρος στην εφαρμογή αυτού του σχεδίου, ο «πλέον παρά Έλλην» – Άστιγξ, καταλαμβάνοντας, αρχικά, το Βασιλάδι.

Ο ίδιος ο Άστιγξ, στην αναφορά[4] του προς τον Κόχραν, περιγράφει λεπτομερειακά, τα διατρέξαντα που είχαν ευτυχή κατάληξη με την ανάκτηση του Βασιλαδιού, ύστερα από εύστοχο κανονιοβολισμό, στις 27 Δεκεμβρίου 1827.

Μετά την ανάκτησή του, το Βασιλάδι παραδόθηκε στον Αρχιστράτηγο Τσώρτς, ο οποίος έσπευσε να εγκαταστήσει εκεί προσωρινά το στρατηγείο του, καθώς και μόνιμη φρουρά 71 ανδρών, με επικεφαλής τον Μεσολογγίτη 500αρχο Γεώργιο Θωμόπουλο.

Εκτός από τη φρουρά οπλοφόρων και πυροβολητών που εγκαταστάθηκε στο Βασιλάδι, ο Τσώρτς μερίμνησε και διόρισε πιο πριν δύο ένοπλα πλοιάρια να υπηρετούν (υποστηρίζουν) το Βασιλάδι, ενώ υπέγραψε ο ίδιος τις σχετικές διαταγές.

Με την ανάκτηση του Βασιλαδιού και πέρα από τις ευεργετικές επιπτώσεις στο ηθικό των αγωνιστών και των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, αλλά και του αγωνιζόμενου Έθνους, αποκτήθηκε ο έλεγχος της λιμνοθάλασσας και καταστάθηκε προβληματικός ο ανεφοδιασμός από τη θάλασσα των Τουρκικών φρουρών του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Είχε δε συντελεσθεί το πρώτο[5] σοβαρό βήμα για την διαφαινόμενη σύντομη απελευθέρωση των δύο πόλεων.

Κατ’ ευτυχή συγκυρία, την ίδια περίοδο (αρχές Ιανουαρίου 1828), ο εκλεγείς πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας διέσχιζε το Ιόνιο πέλαγος, πηγαίνοντας στο Ναύπλιο για να αναλάβει τα υψηλά καθήκοντά του. Έτσι, με την ανάκτηση του φρουρίου του Βασιλαδιού χαιρετίσθηκε τρόπον τινά η ελπιδοφόρα άφιξή του στην εξεγερμένη Ελλάδα.

4) Επιθετική αναγνώριση προς το Αιτωλικό.

Στη συνέχεια, όμως, επιθετική αναγνωριστική προσπάθεια τόσο του Τσώρτς όσο και κυρίως του Άστιγξ με πλοιάρια για να προσεγγίσουν το Αιτωλικό, ανακόπηκε, λόγω σθεναρής εχθρικής αντίδρασης, ασυντόνιστης ενέργειας των ναυτικών δυνάμεων με τα χερσαία τμήματα, έλλειψης επαρκών δυνάμεων και μέσων, καθώς και των αντίξοων καιρικών συνθηκών.

Ύστερα, θα επικρατήσει 3μηνη περίπου ανάπαυλα των επιχειρήσεων, λόγω επιδείνωσης των καιρικών συνθηκών, αλλά και της άφιξης τον Ιανουάριο του 1828 του Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια.

5) Συνάντηση Καποδίστρια – Άστιγξ.

Ο Άστιγξ ανυπόμονος και ενεργητικός, στέλνει στον Κυβερνήτη αναφορά, με προτάσεις πάνω σε οργανωτικά θέματα. Και ζητά διαταγές για τις περαιτέρω κινήσεις της μοίρας του. Ήταν η εποχή που ο Κόχραν είχε αιφνίδια εγκαταλείψει τη Χώρα μας.

Διαταγές παίρνει για τις κινήσεις του, δεν παίρνει όμως απάντηση στις προτάσεις. Στενοχωριέται και εξοργίζεται. Φθάνει στο Λουτράκι και από κει υποβάλλει στη σεβαστή κυβέρνηση την παραίτησή του.

Ο Καποδίστριας, όμως, σπεύδει και με χρονολογία 28 Φεβρουαρίου 1828, του γράφει, μεταξύ άλλων: «Έλθετε δε και υμείς, ίνα και της προσωπικής γνωριμίας σας απολαύσω και των υποθηκών της επιστήμης και της πείρας σας περί της διακοσμήσεως του εθνικού ναυτικού της Ελλάδος».

Ο Άστιγξ έρχεται στον Πόρο, χωρίς την Καρτερία και συναντά τον Κυβερνήτη. Μετά τη συνάντηση, όχι μόνο απέσυρε την παραίτησή του και παρέμεινε στην Καρτερία, αλλά και επιφορτίσθηκε με την Διεύθυνση των Ναυτικών Υποθέσεων, όπου είχε γνωμοδοτική και οργανωτική αρμοδιότητα.

Ύστερα απ’ αυτόν τον διορισμό και όσον καιρό έμεινε ο Άστιγξ στον Πόρο, συνέταξε, εργασθείς άοκνα, τα σχέδια για την ίδρυση ναυστάθμου και τους πρώτους κανονισμούς του Ναυτικού.

6) Επιχείρηση ανάκτησης Αιτωλικού[6].

Με τη βελτίωση της κατάστασης του καιρού, περί τα τέλη Απριλίου 1828, ο Άστιγξ με το στολίσκο του κατευθύνθηκε από τον μυχό του Κορινθιακού Κόλπου, όπου ναυλοχούσε, ξανά προς το Βασιλάδι, επειγόμενος να συμμετάσχει στην επιχείρηση ανάκτησης του Αιτωλικού.

Ήδη ο Τσώρτς στο διάστημα που μεσολάβησε δεν είχε μείνει αδρανής, αλλά, αφού είχε προλειάνει το έδαφος, στην περίοδο από 10-12 Απριλίου είχε κατορθώσει μετά από σκληρό αγώνα να καταλάβει τα πριν από το Αιτωλικό ζωτικά νησίδια του Πόρου και του Ντολμά με μικρές ναυτικές μονάδες. Παράλληλα, εγκατέστησε 4 πυροβόλα των 12 λιτρών υπό τους φιλέλληνες Λοχαγούς Ελβετό Κνάουπ και Πολωνό Οντβόρσκη, καθώς και εκτοξευτές Κονγκρεβιανών πυραύλων, υπό τον Λοχαγό Νότσιτς.

Ταυτόχρονα, είχε περισφίξει το Αιτωλικό από τη Δυτική πλευρά με δυνάμεις της χιλιαρχίας του Ευμορφόπουλου και με τακτικό στρατό και πυροβόλα υπό τον Φιλέλληνα Ιταλό Ταγματάρχη κόμητα Μπρόλια.

Ο Άστιγξ φθάνοντας στην περιοχή στις 28 Απριλίου και με βάση εξόρμησης το Βασιλάδι, χωρίς χρονοτριβή, πήγε συνοδευόμενος από επιτελείς του με πλοιάριο στο στρατόπεδο του Τσώρτς και κατέληξαν στην απόφαση, ώστε η κύρια προσπάθεια να εκδηλωθεί από την πλευρά της λιμνοθάλασσας.

Σε υλοποίηση αυτής της απόφασης, ο Άστιγξ προώθησε τα ελαφρά σκάφη του στολίσκου του και αρχικά στις 3 Μαΐου εκτόξευσε κατά στόχων του Αιτωλικού Κονγκρεβιανούς πυραύλους. Οι οποίοι, καίτοι, σύμφωνα με την «Γενικήν Εφημερίδα», «επροξένησαν όχι μικράν βλάβην εις τον εχθρόν», ωστόσο από άλλες πηγές τα αποτελέσματα τους χαρακτηρίσθηκαν ως πενιχρά, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο Άστιγξ.

Κατόπιν, μετέφεραν με πλοιάριο από την «Καρτερία», η οποία ναυλοχούσε στο Βασιλάδι, επειδή δεν μπορούσε να πλεύσει στα αβαθή νερά, πυροβόλο των 68 λιτρών, το οποίο αφού έταξαν σε παρακείμενο νησίδιο, αποφάσισαν στις 11 Μαΐου να καταλάβουν με έφοδο την πόλη.

Το σχέδιο, προέβλεπε πρώτα κανονιοβολισμό κατά του ισχυροτέρου οχυρώματος του εχθρού που είχε επισημανθεί, ώστε ει δυνατόν να εξουδετερωθεί και ύστερα να επακολουθήσει απόβαση με δυνάμεις ξηράς του χιλίαρχου Ευμορφόπουλου, αλλά και αγημάτων από τις φρουρές Άη Σώστη και Βασιλαδιού. Η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος[7]» αναφέρει σχετικά: «Δεκατρία μονοκάνονα, οι του ατμοκινήτου λέμβοι και τινα πλοιάρια εστέκοντο εις τας θέσεις των …», δηλαδή βρίσκονταν σε ετοιμότητα αναμένοντα το σύνθημα για την εξόρμησή τους. Ο στολίσκος ήταν επανδρωμένος με νησιώτες, Μεσολογγίτες, Αιτωλικιώτες κ.ά.

Ο Άστιγξ, πράγματι, διέταξε να αρχίσει σφοδρός κανονιοβολισμός, τον οποίο ο ίδιος διεύθυνε, αλλά προτού να δώσει το παράγγελμα για την εκκίνηση του στολίσκου, είδε ξαφνικά τα πλοιάρια να προχωρούν. Ατυχώς, μερικοί θερμόαιμοι άτακτοι, που είχαν βρεθεί στην παραλία, πήδησαν στις βάρκες με απώτερο σκοπό τη λαφυραγωγία και παρέσυραν τους άλλους. Αμέσως ο Άστιγξ έσπευσε επί τόπου με μια μεγάλη βάρκα, για να διευθύνει ο ίδιος εκ του συνέγγυς την επιχείρηση, ώστε να μην ξεφύγει ο έλεγχος της κατάστασης.

Και συμπληρώνει ο Ευμορφόπουλος στα Απομνημονεύματά του: «Επιπέσαμεν με μεγάλην ορμήν, αλλά οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει περιφράγματα με πασσάλους και τα πλοία δεν ηδυνήθησαν να πλησιάσουν εις την ξηράν». Τα πλοιάρια προφανώς είχαν ακινητοποιηθεί, «μισοπέλαγα», υποκείμενα στα δραστικά και φονικά πυρά των αμυνομένων.

Η «Γενική Εφημερίς» εδώ σημειώνει: «Εν τω μέσω του αδιακόπου αντιπυροβολισμού, το πλοιάριον το φέρον τα πολεμοφόδια και τας καυστικάς ύλας, εξαφθέν εχάθη» και συνεχίζει «… κανόνιον πλήρες σφαιριδίων ρίπτεται κατά της μεγάλης του ατμοκινήτου λέμβου και πληγώνει εκτός δύο των του πληρώματος και τον γενναίον Άστιγγα, τον αρχηγόν της εφόδου, βαρέως εις την αριστεράν χείρα, όστις αν και πληγωμένος προσεκαρτέρει …» και καταλήγει: «Εις ταύτην την μάχην (11 Μαΐου) αγνοείται η ζημία του εχθρού, εκ δε των ημετέρων εις μόνο εφονεύθη, ο αρχηγός των εθνικών μονοκανόνων Ανδρέας Παπαπάνου Υδραίος, και είκοσι επληγώθησαν». Κατά τον Παπαδόπουλο Στεφ. (ό.π. σ.94), σκοτώθηκε και ο επικεφαλής των τακτικών, Ιταλός φιλέλληνας Ταγματάρχης κόμητας Μπρόλια και τραυματίσθηκαν οι Οπλαρχηγοί Διον. Ευμορφόπουλος, Γεωρ. Φωκάς, Γερ. Κοκκίνης κ.α.

Μετά απ’ αυτήν την άτυχη εξέλιξη, η επιχείρηση ανεστάλη και ο στολίσκος επέστρεψε στη βάση του, ενώ ο Άστιγξ μεταφέρθηκε στην «Καρτερία» που ναυλοχούσε στο Βασιλάδι.

Η πληγή του Άστιγξ δεν θεωρήθηκε, στην αρχή τουλάχιστον, σοβαρή. Σε επιστολή του από το Βασιλάδι στον Μαυροκορδάτο στις 13 Μαΐου, όπου περιγράφει τη μάχη, δεν κάνει ιδιαίτερη αναφορά για το τραύμα του, αλλά υποβάλλει κατάσταση τραυματιών με τρίτο το όνομά του και ζητεί χειρουργό, γιατί «εις το πλοίον είμεθα τόσοι πληγωμένοι».

Στις 16 Μαΐου, ο ηρωϊκός Άστιγξ σε νέα επιστολή του στον Μαυροκορδάτο, παραβλέποντας το τραύμα του και κυριαρχούμενος από υπερβάλλοντα ζήλο για την ολοκλήρωση της αποστολής του, γράφει ότι: «Αν ο Τσώρτς κατόρθωνε να συγκεντρώσει τα σώματα του Ράγκου, του Στάϊκου, του Μακρυγιάννη Κραβαρίτη, τη χιλιαρχία Ζέρβα, καθώς και το υπόλοιπο τμήμα του Ευμορφόπουλου, θα μπορούσε ο ίδιος να μεταφέρει 4 κανόνια στο οχύρωμα κοντά στο Αιτωλικό και να προωθήσει στο λιμάνι το πλοίο «Ελβετία», καθώς και δύο πλοία με μυδραλλιοβόλα, ώστε να καλυφθεί αποτελεσματικά η απόβαση του στρατού. Πίστευε πως σε 3-4 ημέρες θα ήταν τελείως καλά και θα ανελάμβανε ο ίδιος την διεξαγωγή της επιχείρησης.

Παράλληλα, η Κυβέρνηση, μόλις έλαβε γνώση των γεγονότων, έστειλε στις 16 Μαΐου από τον Πόρο συγχαρητήριο έγγραφο στον Άστιγξ, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνην της σ’ αυτόν και τους συνεργάτες του, για τις προσπάθειές τους.

Το τραύμα του Άστιγξ, ωστόσο, δεν ήταν τόσο επιπόλαιο, η μόλυνση προχωρούσε και ο χειρουργός δεν είχε ακόμη φθάσει στο Βασιλάδι. Στις 18, δυνατοί πόνοι στα νεφρά έπιασαν τον ήρωά μας, οπότε τον διεκόμισαν επειγόντως στην Ζάκυνθο και εκεί στο λιμοκαθαρτήριο της πόλης με τους γιατρούς να διαφωνούν για την ακολουθητέα θεραπεία, στις 20 Μαΐου στις 8 το βράδυ άφηνε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 34 ετών.

Με συντριβή ο ύπαρχος της «Καρτερίας» Ιωσήφ Φαλάγκας ανέφερε εγγράφως στον Μαυροκορδάτο το θλιβερό άγγελμα για το θάνατο του Άστιγξ, το πρωΐ της 21ης Μαΐου 1828, σημειώνοντας: «Δεν … επεθύμουν βέβαια να ευρεθώ εις περίστασιν τοιαύτην, ώστε να σας γίνω αποφράδος αγγελίας μηνυτής!».

Η σορός του μεταφέρθηκε με το πολεμικό πλοίο «Ελβετία» στο Λουτράκι και κατόπιν με το πλοίο «Αθηνά» από το Καλαμάκι στην Αίγινα όπου βαλσαμωμένος, τοποθετήθηκε στην κρύπτη της Εκκλησίας του Ορφανοτροφείου.

Η επίσημη κηδεία του έγινε τον επόμενο χρόνο, στην επέτειο του θανάτου του, στον Πόρο, όπου μεταφέρθηκε η σορός του με την αγαπημένη του «Καρτερία», στην οποία επέβαινε ο Καποδίστριας, με συνοδεία Μοίρας πολεμικών πλοίων.

Τον μνημειώδη επικήδειο, σε έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα και με πάνδημη συμμετοχή, εξεφώνησε ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδος, ο αποκληθείς ρήτορας της Επαναστάσεως, ο Μεσολογγίτης Σπυρίδων Τρικούπης.

Η καρδιά του Άστιγξ έχει ταφεί στην Αγγλικανική Εκκλησία των Αθηνών, ενώ τόσο το Αιτωλικό όσο και το Μεσολόγγι αλλά και η Ιτέα έχουν τιμήσει εθνοπρεπώς τον ήρωα, με την ανέγερση επιβλητικών και καλαίσθητων προτομών σε επίκαιρες θέσεις.

Επίσης, το αρχείο[8] του σώζεται στην Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή των Αθηνών.

Ο Άστιγξ – σύμφωνα με κείμενο εποχής – «κατέλιπεν μνήμην ανεπίληπτον αφιλοκερδούς Φιλελληνισμού, ενδόξων υπέρ ελευθερίας αγώνων και ακεραίου χαρακτήρος». Η Ελλάδα ήταν η δεύτερη πατρίδα του.

Επίλογος

Έτσι, το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι, αλλά και μεγάλο τμήμα της Δυτικής Ελλάδος, εξαιτίας προφανέστατα του αδόκητου τραυματισμού και εν συνεχεία θανάτου του Άστιγξ, αν και η ιστορία δεν στηρίζεται σε εικασίες αλλά στοιχειοθετείται με γεγονότα, παρέμειναν ακόμη ένα χρόνο υπόδουλα στα χέρια των Οθωμανών. Τελικά, στις 2 Μαΐου1829, ταυτόχρονα και οι δύο αδελφές πόλεις απελευθερώθησαν οριστικά από τον επαχθέστατο Τουρκικό ζυγό με κοινή συνθήκη[9].

Τέλος, και με γνώμονα το αδυσώπητο αξίωμα, θα αναφέρουμε ότι: Λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να χαθούν στο διάβα του χρόνου.


 Βιβλιογραφία (ενδεικτική)

 

Α΄ Ελληνική

Αλεξανδρής Κ.:          Η Αναβίωση της θαλασσίας μας δυνάμεως κατά την Τουρκοκρατίαν, Αθήναι 1960.

Αρχείον Ύδρας:          τ.1-17, Πειραιεύς 1921-1931.

Βακαλόπουλος Απ.:    Η Επαναστατημένη Ελλάς μεταξύ 1826-1829, Θεσ/νίκη 1970.

Γ.Α.Κ./ Γεν. Φροντιστήριον.

Γενική Εφημερίς της Ελλάδος.

Εγκυκλοπαίδειες.

Ευμορφόπουλος Διον.: Απομνημονεύματα, Αθήναι 1857.

Θεοφανίδης Ιω.:            Ιστορία του Ελληνικού Ναυτικού, Αθήναι 1932.

Κολόμβας Νικ.:            Βασιλάδι, Αθήναι 2010.

Παπαδόπουλος Στεφ.:  Η Επανάστασις στην Δυτική Στερεά Ελλάδα (1826-1832),

Θεσ/νίκη 1962.

Ράδος Κ.:                      Ο Άστιγξ, Αθήναι 1928.

Σίψας Μάριος:              Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τ.1-4, Αθήνα 1982.

Στασινόπουλος Κ.:       Το Μεσολόγγι, Αθήναι 1925.

Τρικούπης Σπ.:             Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1879.

 

Β΄ Ξένη

Finlay George:              History of the Greek Revolution, τ.1-2, London 1861.

Gordon Thomas:           History of the Greek Revolution, τ.1-2, Edinburgh 1832.

Τράϊμπερ Ερρ.:             Αναμνήσεις από την Επανάσταση του 1821, Αθήνα 1960.

 


[1] ΣΣ: Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ.4, σ. 349, Αθήναι 1879.

[2] ΣΣ: Στέφανος Παπαδόπουλος, Η Επανάστασις στην Δυτική Στερεά Ελλάδα (1826-1832), Θεσσαλονίκη 1962, σ. 71.

[3]  Ερρ. Τράϊμπερ, Αναμνήσεις από την Επανάσταση του 1821, Αθήνα 1960.

[4] ΣΣ: Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, φ.88, Αίγινα, Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 1827.

[5] ΣΣ: Διον. Κόκκινος: Η Ελληνική Επανάστασις, Αθήναι 1967-9, «Το γεγονός αυτό απετέλεσε «τον αρραβώνα» της Ελευθερίας της Ρούμελης».

[6] ΣΣ: Ν. Κολόμβας: Βασιλάδι, Αθήνα 2010, σ. 138-142.

[7] ΣΣ: ΓΑΚ/Γενικό Φροντιστήριον/φ.5

[8] ΣΣ: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος…τ. 12, Αθήνα 1981, σ. 42.

[9] ΣΣ: Ν. Κολόμβας, Η Τραγική Μοίρα των Αμάχων, Αθήνα 2006.







Μοιραστείτε το άρθρο...
Ετικέτες: # # # #

Newsroom

Σκοπός μας είναι η προβολή και ανάδειξη της ιστορικής κληρονομιάς, του περιβαλλοντικού πλούτου καθώς και της πολιτιστικής και πολιτισμικής παράδοσής μας. Στόχος μας είναι η ενημέρωση των επισκεπτών και η έμπρακτη συμβολή ούτως ώστε ο νομός Αιτωλοακαρνανίας να γίνει ένας δημοφιλής τουριστικός προορισμός.
iAitoloakarnania.gr

Φανταστικά τοπία, σπουδαία ιστορία, υπέροχοι άνθρωποι!