Ο μεθοδικός ερευνητής των ιστορικών αρχείων και συγγραμμάτων για την περίοδο της εθνικής μας παλιγγενεσίας, σχετικών με τις Πολιορκίες και την Έξοδο της Φρουράς του Μεσολογγίου, διαπιστώνει αναμφίβολα ότι, μεταξύ των πλέον προβεβλημένων προσωπικοτήτων της πόλεως, προεξάρχουσα θέση κατείχε ο χαρισματικός Αρχηγός των Μεσολογγιτών Αθανάσιος Ραζή-Κότσικας.
Γράφει ο Ιωάννης Κατσαβός
Αξιωματικός ΠΝ, Συγγραφέας – Ερευνητής- Ιστορικός
Αυτός όμως, κυρίως λόγω των διαφορών του στα πρώτα χρόνια του Αγώνα με τον κραταιό Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πέρασε στα «ψιλά γράμματα» της ιστορίας. Έτσι, δεν κατέστη ευρύτερα γνωστή τόσο η πληθωρική δράση του όσο και η ξεχωριστή συμβολή του στον Αγώνα του ’21.
Ο Αθανάσιος Ραζή-Κότσικας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1798. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Ραζήδων, κεφαλλονίτικης προελεύσεως, που είχε εγκατασταθεί στο Μεσολόγγι στις αρχές του 18ου αι. Επειδή εκ θηλυγονίας ήταν το γένος Κότσικα, συνένωσε τα δύο ονόματα, υπογραφόμενος ως Ραζή-Κότσικας και ενίοτε ως Ραζής, αν και από τους Μεσολογγίτες αποκαλούταν και Κότσικας.
Καίτοι δεν ανήκε στη χορεία των οπλαρχηγών του Αγώνος, εν τούτοις όταν το Μεσολόγγι στις 20 Μαΐου 1821 ύψωσε τη σημαία της Επαναστάσεως, οι συμπολίτες του έσπευσαν να τον ορίσουν Αρχηγό «των Εντοπίων Αρμάτων», τον δε αδελφό του Γιαννάκη, μικρότερο κατά δύο χρόνια, Υπαρχηγό τους.
Τα εν συνεχεία γεγονότα κατέδειξαν την ορθότητα της εκλογής του, διότι, εκτός από τα αδιαμφισβήτητα ηγετικά προσόντα του, αποκαλύφθηκε ότι ήταν προικισμένος τόσο με αξιοθαύμαστη στρατιωτική αντίληψη όσο και πολιτική διαίσθηση.
Έτσι, το πρώτο του μέλημα ήταν η εγκατάσταση φρουρών στις κύριες νησίδες της λιμνοθάλασσας καθώς και η ανέγερση πρόχειρης οχυρώσεως του Μεσολογγίου, η οποία συντελέσθηκε από την 1η Ιουνίου έως την 1η Αυγούστου 1821, με προσωπική εργασία των κατοίκων και ερανικές εισφορές.
Η αρχική διάστασή του με τον αποβιβασθέντα στο Μεσολόγγι στις 20 Ιουλίου 1821 Α. Μαυροκορδάτο χρονολογείται από την εποχή εκείνη. Ο τελευταίος, ικανότατος, πανέξυπνος αλλά υπερβολικά φιλόδοξος και πανούργος Φαναριώτης, για να εδραιώσει τη θέση του, προσπάθησε και σε σημαντικό βαθμό, πέτυχε να προσεταιρισθεί ιδίως τους πλέον επιφανείς οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, όπως έπραξε αργότερα και με τους Σουλιώτες.
Συγχρόνως, όμως, δυσαρεστούσε τους κατοίκους της πόλεως, οι οποίοι, έχοντας εθισθεί παραδοσιακά σ’ έναν ανώτερο τρόπο ζωής, δεν ανέχονταν την υπεροπτική συμπεριφορά του.
Ακόμη, οι Μεσολογγίτες δυσανασχετούσαν για τα χρηματικά ποσά τα οποία κατέβαλε η κοινότητά τους, προς κάλυψη των εξόδων της όχι λιτής διαβιώσεως του ιδίου και της ακολουθίας του.
Την ίδια χρονική περίοδο, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της οχυρώσεως της πόλεως είχε ήδη συντελεσθεί στις 20 Ιουλίου, ο Μαυροκορδάτος, με την από 27 Οκτωβρίου 1821 επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη, φέρεται να οικειοποιείται την πατρότητα της ιδέας αλλά και την εκτέλεση της όλης οχυρώσεως, αποσιωπώντας το όνομα του πρώτου εμπνευστού και αρχικού συντελεστού της, Αθανασίου Ραζή-Κότσικα.
Εν συνεχεία, κατά την διεξαχθείσα εκστρατεία που πραγματοποίησε ο Μαυροκορδάτος στην Ήπειρο το θέρος του 1822, οι Μεσολογγίτες, φρονίμως ποιούντες, έλαβαν μέρος με μικρή δύναμη, και τούτο επειδή ο οξυδερκής Αρχηγός τους είχε ορθώς προβλέψει ότι:
Πρώτον: Οι Οθωμανοί ενδεχομένως θα εκμεταλλεύονταν την απουσία ενόπλων τμημάτων και θα επιχειρούσαν την κατάληψη της πόλεως από τη θάλασσα, και
Δεύτερον: Σε περίπτωση δυσμενούς εκβάσεως της εκστρατείας της Ηπείρου θα είχαν φθαρεί οι δυνάμεις των Μεσολογγιτών και η πόλη θα έμενε στην ουσία ανυπεράσπιστη.
Έτσι, όταν ο ενωμένος στόλος των Οθωμανών, με 90 περίπου πλοία, στις 20 Ιουλίου 1822 και επί δύο ημέρες εξαπέλυε αλλεπάλληλες εφόδους για την κατάληψη του Βασιλαδιού, βρισκόταν εκεί ο ίδιος και όντας επικεφαλής δυνάμεως 50 περίπου πυροβολητών και οπλοφόρων Μεσολογγιτών με 3-4 κανόνια, απέκρουσε τις επιθέσεις τους και ματαίωσε τα ολέθρια σχέδιά τους.
Ακόμη, ο Αθανάσιος Ραζή-Κότσικας, εμμένοντας στερρώς στην άποψη ότι η οχύρωση του Μεσολογγίου προσφερόταν για να αντιταχθεί αποτελεσματική άμυνα έναντι του επερχόμενου εχθρού το φθινόπωρο του 1822, διαφώνησε με τον Μαυροκορδάτο, ο οποίος θεωρούσε ως καταλληλότερη την, κατά πολύ βορειότερα και εγγύς των βάσεων του εχθρού στην Ήπειρο, θέση της Λαγκάδας.
Η διχοστασία αυτή εξόργισε τον Μαυροκορδάτο, ο οποίος σε επιστολές του από 24 Ιουλίου και 17 Σεπτεμβρίου 1822 προς τον Γεώργιο Νικολού (Βαρνακιώτη) – τον μετέπειτα αδυσώπητο εχθρό του – απεκάλεσε τους μεν Μεσολογγίτες «ξευτελισμένον κόσμον», το δε σχέδιο της οχυρώσεως «μωρόν και ανόητον».
Και στην περίπτωση όμως αυτή, ο Ραζή-Κότσικας δικαιώθηκε πλήρως, όταν, μετά από λίγο, με την έναρξη της Α’ Πολιορκίας του Μεσολογγίου, στις 20 Οκτωβρίου 1822, βρέθηκαν ανέπαφες και επαρκείς δυνάμεις Μεσολογγιτών αλλά και Ανατολικιωτών, για να αποκρούσουν τις σφοδρές επιθέσεις του εχθρού κατά τις πρώτες κρίσιμες ημέρες, συνεπικουρούμενες μόνο από 60 περίπου άνδρες των Μαυροκορδάτου, Μ. Μπότσαρη και Κίτσου, «καταδιωκομένους από τον εχθρόν και κακώς έχοντας», σύμφωνα με τον Σ. Τρικούπη.
Και αυτό μέχρις ότου, μετά από 20 ημέρες περίπου, ήρθαν να προστεθούν από τη θάλασσα σημαντικές δυνάμεις Πελοποννησίων, καθώς και από την ξηρά, αμέσως μετά, τα σώματα του Ξερομερίτη Τσόγκα και του Ζυγιώτη Μακρή, οπότε άλλαξε η φορά των πραγμάτων.
Μάλιστα, στο 20ήμερο αυτό που μεσολάβησε, έχει καταγραφεί ότι ο Ραζή-Κότσικας υποπτεύθηκε πως η πόλη επρόκειτο να παραδοθεί με μυστικές συνομιλίες από, μη Μεσολογγίτες, Οπλαρχηγούς. Αμέσως παρενέβη και αφού συγκάλεσε πάνδημη συγκέντρωση των κατοίκων, προκάλεσε βίαιο επεισόδιο και απέτρεψε κάθε τέτοια ενέργεια.
Το αυτό συνέβη τουλάχιστον δύο φορές κατά την τελευταία πολιορκία, όπως μαρτυρεί ο Αρτέμιος Μίχος. Τότε και πάλι ο Αθ. Ραζή-Κότσικας κινήθηκε δραστήρια και, με τη συνδρομή του Μήτρου Δεληγιώργη, αποσόβησε αυτόν τον κίνδυνο.
Στη σειρά των περιστατικών για τον μέχρι τότε παραγκωνισμό του Αθ. Ραζή-Κότσικα, σημειώνονται και τα εξής:
Πρώτον: Στα ιστορικά συγγράμματα, σε αντίθεση με έγγραφα των ΓΑΚ, δεν μνημονεύεται το όνομα του επικεφαλής της δυνάμεως που απέκρουσε στις 20 Ιουλίου 1822 την αποβατική ενέργεια του εχθρικού στόλου για την κατάληψη του Βασιλαδιού, ούτε και επισημαίνεται η τεράστια σημασία αυτής της επιτυχίας. Και
Δεύτερον: Η περιφανής νίκη που κατήγαγαν οι Έλληνες στην Α’ Πολιορκία (20 Οκτ. – 31 Δεκ. 1822) θα αποδοθεί στον Μαυροκορδάτο, τόσο από τον Σπ. Τρικούπη όσο και από τον Ν. Σπηλιάδη, ενώ κύριος συντελεστής ήταν ο Αθ. Ραζή-Κότσικας.
Κατά την Β’ Πολιορκία της περιοχής, το β’ εξάμηνο του 1823, ο Έπαρχος στην Δυτική Στερεά Ελλάδα, Κων/νος Μεταξάς, καίτοι αναφέρει την υπέρ τους 1000 άνδρες δύναμη των Ενόπλων Μεσολογγιτών, εν τούτοις παραλείπει και αυτός να ονομάσει τον Αρχηγό τους.
Ας σημειωθούν, για την περίοδο αυτή της Β’ Πολιορκίας, και τα εξής:
Πρώτον: Και πάλι κανένας στρατιωτικός βαθμός δεν απονεμήθηκε στο Αθ. Ραζή-Κότσικα, αν και έγιναν από την Κεντρική Διοίκηση αθρόες προαγωγές στο διάστημα από 5 έως 16 Ιουνίου 1823. Και
Δεύτερον: Ο προσφάτως αφιχθείς τότε, τον Φεβρουάριο 1823, οχυροματοποιός Μιχαήλ Π. Κοκκίνης, κατά την ονοματοθεσία των νέων κανονοστασίων, παρέλειψε τον Μεσολογγίτη Αθ. Ραζή-Κότσικα και αντ’ αυτού περιέλαβε τον Ζυγιώτη Δημ. Μακρή.
Εν συνεχεία, στις 24 Δεκ. 1823, κατά την άφιξη του Λόρδου Βύρωνος στο Μεσολόγγι, θα συμμετάσχει στην υποδοχή του και στις 17 Μαρτίου 1824 θα συνυπογράψει με άλλους προκρίτους της πόλεως την ανακήρυξη του ποιητού, ως «ευεργέτου και πολίτου του Μεσολογγίου».
Στην περίοδο αυτή, θα σημειώναμε την επανάληψη στην πόλη των σοβαρών διενέξεων του προηγουμένου (1823) έτους, κυρίως μεταξύ Μεσολογγιτών και Σουλιωτών, λόγω των υπερφίαλων αξιώσεων των τελευταίων, με δυστυχώς ανά ένα νεκρό εκατέρωθεν. Ο Ραζή-Κότσικας δεν παρενέβη για να αποφύγει την κλιμάκωση των ταραχών, δοθέντος άλλωστε, σύμφωνα με τον Κάρπο Παπαδόπουλο, ότι είχε εξυφανθεί σχέδιο δολοφονίας του. Μάλιστα, τότε, Ιαν. 1824, ο Φροντιστής του Πολέμου και Αρχηγός Πυροβολικού Μήτρος Δεληγιώργης, προστατεύοντας τη μνηστή του Αθ. Ραζή-Κότσικα, δέχθηκε πιστολιά στο αριστερό χέρι, το οποίο έκτοτε αχρηστεύθηκε. Τότε απεσύρθηκαν οι Σουλιώτες από το Μεσολόγγι και κατέφυγαν στη Γαστούνη Ηλείας, επανελθόντες αρχές του 1825.
Κατά την Γ’ και τελευταία πολιορκία, από 15 Απριλίου 1825 έως 10 Απριλίου 1826, ο Αθ. Ραζή-Κότσικας διεδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο, ως Αρχηγός πάντοτε των Μεσολογγιτών.
Από την αρχή της Πολιορκίας, διορίσθηκε ως ένας από τους συμβούλους του πρώτου Αρχηγού της Φρουράς, Στρατηγού Νικολάου Στορνάρη, αν και το όνομά του δεν καταχωρήθηκε, ως έδει, στα «Ελληνικά Χρονικά», που εξέδιδε ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ.
Παράλληλα, ηγούμενος 400 Μεσολογγιτών έλαβε ενεργό μέρος στις πολύνεκρες μάχες του θέρους 1825, ενώ συμμετείχε και σε επιθέσεις «εκτός τειχών».
Στις 17 Αυγούστου, οι επιφανέστεροι, μη Μεσολογγίτες, Οπλαρχηγοί, πρωτοστατούντος του Κ. Τζαβέλλα, εκτιμώντες τη γενικότερη, από την αρχή του Αγώνος, προσφορά και αξία του, πρότειναν στην Κεντρική Διοίκηση την απονομή του βαθμού του Στρατηγού στον «Κύριον και Ευπατρίδην Αθανάσιον Ραζή-Κότσικαν».
Τις επόμενες ημέρες, τελικά, με σημαντική καθυστέρηση, πλέον των τριών ετών, απονεμήθηκε και σε αυτόν ο βαθμός του Στρατηγού.
Επίσης, τον Σεπτέμβριο του 1825 θα συμβούν τα εξής χαρακτηριστικά γεγονότα:
Πρώτον: Θα αποσταλούν επιστολές με εξαιρετικά δελεαστικές υποσχέσεις από τον Μεχμέτ Άλυ της Αιγύπτου, προς τέσσερες κορυφαίους Έλληνες, με αντάλλαγμα την παράδοση της χώρας. Μεταξύ αυτών συγκαταλεγόταν και ο Αθ. Ραζή-Κότσικας, ως απόδειξη του υψηλού κύρους και της μεγάλης φήμης του, ενώ οι άλλοι τρεις ήταν οι Θεοδ. Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και Γεωργ. Σισίνης. Και
Δεύτερον: Η ηγεσία της Φρουράς έγινε συλλογική και ως εκπρόσωπος των Μεσολογγιτών, που ανέρχονταν στο 1/3 της δυνάμεως των οπλοφόρων, λάμβανε μέρος και ο Αθ. Ραζή-Κότσικας, ενώ στους δύο τελευταίους μήνες της πολιορκίας είχε την πλέον βαρύνουσα γνώμη στην επίλυση των σοβαρών προβλημάτων που ανέκυπταν.
Η πολιορκία, με την έλευση των δυνάμεων του Αιγύπτιου Ιμπραήμ στις 12 Δεκεμβρίου, κατέστη ασφυκτική και τον Ιανουάριο του 1826, με τον απόπλου μέρους του Ελληνικού Στόλου, εστάλη στο Ανάπλι και επιτροπή έξη Στρατηγών, αντιπροσωπευόντων τα διάφορα σώματα, για να ζητήσει επείγουσα βοήθεια. Αν και είχε υποδειχθεί ως εκπρόσωπος των Μεσολογγιτών και ο Στρατηγός Αθ. Ραζή-Κότσικας, ωστόσο, ο ίδιος προτίμησε να παραμείνει στη μαρτυρική πόλη.
Κατόπιν, όταν οι Τουρκοαιγύπτιοι αποδύθηκαν σε διαδοχικές λυσσώδεις προσπάθειες για την άλωση των κύριων νησίδων της λιμνοθάλασσας, το όνομα του Ραζή-Κότσικα θα συσχετισθεί με την κατάληψη από τους Αιγυπτίους του Βασιλαδιού στις 25 Φεβρουαρίου 1826.
Ειδικότερα, σχολιάσθηκε από τους παρόντες κατά την πολιορκία ιστοριογράφους Αρτέμιο Μίχο και Νικόλαο Κασομούλη ότι δεν συμφώνησε στην ενίσχυρη της φρουράς με 50 οπλοφόρους, θεωρώντας επαρκή την υπάρχουσα δύναμη.
Θα παρατηρούσαμε σχετικά ότι:
Πρώτον: Το Βασιλάδι, οχυρωμένη νησίδα από το 1805 επί Αλή Πασά, είχε τότε περιφέρεια 150 βημάτων και διέθετε, μάλλον υπερβολική για την έκτασή του, δύναμη περίπου 100 ανδρών με 14 πυροβόλα. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ραζή-Κότσικας, εκεί, στις 20 Ιουλίου 1822, με μικρότερη δύναμη και 3-4 πυροβόλα, είχε επιτυχώς αποκρούσει επί 2ήμερο τις σφοδρές αποβατικές προσπάθειες του Οθωμανικού Στόλου. Και
Δεύτερον: Η πτώση του επήλθε από τυχαία ανάφλεξη και ανατίναξη της αποθήκης πυρομαχικών, αφού είχαν ήδη αποκρουσθεί δύο αλλεπάλληλες έφοδοι των Αιγυπτίων. Ύστερα, αφού προηγήθηκε στις 25 Μαρτίου 1826 η ανεπανάληπτη εποποιΐα της Κλείσοβας και έφθασε η ώρα της Εξόδου, είχε επιβλέψει προσωπικώς για τους τελικούς συντονισμούς και για την κατασκευή των τεσσάρων ξυλίνων γεφυρών, που χρησιμοποιήθηκαν από τους Εξοδίτες.
Ο ίδιος, κατά την Έξοδο της Φρουράς, το βράδυ της 10ης Απριλίου 1826, επικεφαλής 500 περίπου ενόπλων συμπολιτών του, έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος με το ήμισυ των ανδρών του, όταν επιχείρησε να καταλάβει το εχθρικό οχύρωμα στην ανατολική πλευρά του τείχους, προκειμένου να διευκολύνει τη διέλευση των γυναικοπαίδων αλλά και των ακολουθούντων επιφανών ανδρών, από τη μεριά της λιμνοθάλασσας.
Η λαϊκή μούσα θρήνησε με ιδιαίτερο σπαραγμό τον ένδοξο θάνατό του, στο δε περίφημο «τραγούδι των Μεσολογγιτών της Εξόδου», κυριαρχεί το όνομά του.
Τέλος, θα πρόσθετα ότι η μονάκριβη κόρη του, Αρσινόη, υπήρξε σύζυγος του μετέπειτα Μεσολογγίτη Πρωθυπουργού Ζαφειρίου-Ζηνοβίου Βάλβη, η δε προτομή του ήρωά μας ανεγέρθηκε στον Κήπο των Ηρώων της Ι.Π. Μεσολογγίου το 1914, με δαπάνη των οικείων του!
Και ακόμη ότι το όνομά του έχει δοθεί σε σχετικώς κεντρικό δρόμο στο Μεσολόγγι, αντί, όπως άρμοζε, στην κεντρικότερη πλατεία, επίσης και σε πολύ μικρότερη οδό των Αθηνών. Ευτυχώς, πριν λίγα χρόνια, η διασωθείσα οικία του έχει εκ βάθρων ανακαινισθεί και χρησιμοποιείται ως έδρα του πρωτοποριακού, για την Αιτωλ/νία και όχι μόνον, πολιτιστικού κέντρου λόγου και τέχνης «ΔΙΕΞΟΔΟΣ», χάρις στον ρέκτη και ανιδιοτελή ιδρυτή του, Μεσολογγίτη και έγκριτο δικηγόρο Νίκο Κορδόση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- ΓΑΚ. Αρχεία Ν. Αιτωλοακαρνανίας.
- Γενική Εφημερίς της Ελλάδος.
- Δεληγιάννης Κανέλλος: Απομνημονεύματα, Αθήναι 1957.
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα.
- Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: Μεσολόγγι, Αθήνα 1976.
- Εκδοτική Αθηνών: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, Αθήνα 1975.
- Ευαγγελάτος Χρ.: Ιστορία του Μεσολογγίου. Αθήναι 1959.
- Ιωαννίδης Ι.: Πολιορκίαι, Έξοδος και Ηρώον Μεσολογγίου, Αθήναι 1926.
- Κασομούλης Νικ.: Ενθυμήματα Στρατιωτικά …, Αθήναι 1939.
- Κόκκινος Διον.: Η Ελληνική Επανάστασις, Αθήναι 1967-9.
- Κολόμβας Νικ.: Αθανάσιος Ραζή – Κότσικας, Μεσολόγγι 2006.
- Λαμπρόπουλος Β.: Μεσολόγγι, η Ιερή Πόλη Μήτρα της Ελλάδος, Αθήνα 2003.
- Μακρής Δ. Νικ.: Ιστορία του Μεσολογγίου, Μεσολόγγιον 1908.
- Μεταξάς Κων.: Απομνημονεύματα, Αργοστόλιον 1878.
- Ραζή – Κότσικας Ι.: Συμβολή εις την Ιστορίαν των Πολιορκιών και της Εξόδου του Μεσολογγίου, Αθήναι 1932.
- Σπηλιάδης Ν.: Απομνημονεύματα του ’21, Αθήναι 1852-59.
- Στασινόπουλος Α. Κ.: Το Μεσολόγγι, Αθήναι 1925.
- Στασινόπουλος Α. Κ.: Οι Μεσολογγίται, Αθήναι 1926.
- Τρικούπης Σπ.: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1888.
- Τσίντζος Κ. Στεφ.: Το Μεσολόγγι κοιτίς της Ελευθερίας, Αθήναι 1936.