Κατά τα μέσα του 1820, έλαβε χώρα ένα σοβαρό περιστατικό, που έμελλε να αποτελέσει αποφασιστικό ρόλο στην εδραίωση του Αγώνα, κυρίως στην Πελοπόννησο, κατά τον πρώτο χρόνο.
Γράφει ο Ιωάννης Κατσαβός
Αξιωματικός Π.Ν. – Συγγραφέας – Ερευνητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Ήταν η αποσκίρτηση του Αλή-Πασά των Ιωαννίνων τον Μάιο του 1820 και συνακόλουθα ο πόλεμος που κήρυξε εναντίον του ο Σουλτάνος. Και ο οποίος, για να καθυποτάξει την ανταρσία, κίνησε στην Ήπειρο τον Μορά-Βαλέση Χουρσίτ πασά (στρατιωτικό διοικητή της Πελοποννήσου), με σημαντικές δυνάμεις από τον Μωριά, εξασθενώντας την ισχυρή στρατιωτική παρουσία των Οθωμανών και διευκολύνοντας έτσι σημαντικά την επικράτηση της Επανάστασης κατά το 1821.
Στο πλαίσιο αυτού του πολέμου και στις κατά θάλασσα παράλληλες επιχειρήσεις,[1] συμμετείχε ο καπετάν-μπέης Νασούχ-Ζοδέν,[2] με μοίρα του Οθωμανικού στόλου από 11 πλοία. Στις 23 Ιουλίου, ο Καπετάν-μπέης κατέπλευσε αρχικά στον Πατραϊκό Κόλπο και με αιφνιδιαστική αποβατική ενέργεια, κατέλαβε το Βασιλάδι, Μεσολόγγι και Αιτωλικό και αφού εξεδίωξε τις φρουρές του Αλή-Πασά, εγκατέστησε, ως διοικητή της περιοχής, με ανάλογη δύναμη, τον παρά του Σουλτάνου, διορισθέντα ήδη, Βαλή Ναυπάκτου, Πεχλιβάν.[3]
Κατόπιν, o Καπετάν-μπέης, συνεχίζοντας τις ναυτικές του επιχειρήσεις, έφθασε στην Πρέβεζα και αφού εισέπλευσε στον Αμβρακικό κόλπο, συνάντησε και κατέσχεσε 16 πλοία[4] του Αλή-Πασά, με Έλληνες πλοιάρχους και 300 περίπου ναύτες. Μερικά από τα πλοία αυτά, τα οποία ο Αλή-Πασάς κατακρατούσε ως νόμιμη λεία, ο Καπεταν-μπέης απέδωσε στους κατόχους, τους οποίους μαζί με τα πληρώματα άφησε ελεύθερους[5] να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.
[1] Οι κατά θάλασσα επιχειρήσεις απέβλεπαν στην κατάληψη των ναυτικών φρουρίων που κατείχε ο Αλή-Πασάς στη Δυτική Ελλάδα και στην Ήπειρο (Λάμπρος Κουτσονίκας, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1863, σ. 178).
[2] Πρόκειται για τον μετέπειτα προαχθέντα σε Καπουδάν πασά, δηλαδή τον περιβόητο Καρά Αλή, που σκοτώθηκε κατά την πυρπόληση της ναυαρχίδας του στην Χίο από τον Κωνσταντή Κανάρη, στις 6 Ιουνίου 1822.
[3] Σύμφωνα με έγγραφο των ΓΑΚ (Στασινόπουλος Κ., Μεσολόγγι, Αθήναι 1926, σ. 318), το όνομα και ο πλήρης τίτλος του ήταν: Πεχλιβάν Ιμπραήμ Μπαμπά Πασάς, ελέω θεού Βεζίρης και Ηγεμών του Σαντζακίου Ναυπάκτου και Καρλελίου.
[4] Αρχείον Κοινότητος Ύδρας – Τόμος ΣΤ’, σελίδες 386-387 και 411 (πληροφορίες Σπ. Σακαλή) και Ναυάρχου Κ. Α. Αλεξανδρή, Η Αναβίωσις της θαλασσίας μας δυνάμεως κατά την Τουρκοκρατία, Αθήναι 1960, σ. 323.
[5] Υπενθυμίζεται ότι, όταν το 1804 ο Αλή-Πασάς επεξέτεινε το πασαλίκι του και στη Δυτική Ελλάδα, δημιούργησε δικό του ναυτικό, οδηγώντας σε μαρασμό τα αντίστοιχα Μεσολογγίου-Αιτωλικού, τα οποία είχαν σχετικώς ανακάμψει μετά την καταστροφή τους στα Ορλωφικά του 1770. Ο Αλή-Πασάς, προκειμένου να αναπτύξει το στόλο του, προσέλαβε και αρκετούς Μεσολογγίτες και Αιτωλικιώτες πλοιάρχους και ναυτικούς. Μεταξύ των Μεσολογγιτών πλοιάρχων, σύμφωνα με τον Στέφανο Τσίντζο, (Μεσολόγγι, κοιτίς της ελευθερίας, Αθήναι 1936 σ. 79), συγκαταλέγονταν οι Μήτρος Δεληγιώργης, Χρύσανθος Μωραϊτάκης, Κων/νος Πρινέας ή Τσιριγώτης, Δημήτριος Παναγιώτης κ.ά., οι οποίοι προφανώς τότε (1820) αποδεσμεύτηκαν. Έτσι, προφανώς εξηγείται ότι κατά την Εθνεγερσία, τόσο τις ένοπλες πάσσαρες όσο και τις κανονοστοιχίες του φρουρίου της πόλης και των νησίδων της λιμνοθάλασσας επάνδρωναν Μεσολογγίτες έμπειροι άνδρες και πυροβολητές (ή πυροβολιστές), προερχόμενοι κυρίως από το ναυτικό του Αλή-πασά.