
Κατά την προεπαναστατική περίοδο υπάρχει ποικιλία οπλισμού. Το κυρίαρχο όπλο όμως που δεσπόζει στον ελλαδικό χώρο και κράτησε στα χέρια του ο Έλληνας μέχρι την απελευθέρωσή του ήταν το «Καριοφίλι». Η ονομασία του προέρχεται κατά μία εκδοχή από το φυτό καρυόφυλλον που σκαλιζόταν στη μία πλευρά της κάνης. Άλλη εκδοχή είναι το οπλοποιείο της Βενετίας Cario e Figli (Κάριου και υιών) όπου κατασκευάζονταν πολλά καριοφίλια και ίσως να είναι η πιθανότερη.
Γράφει ο Ιωάννης Κατσαβός
Αξιωματικός ΠΝ, Συγγραφέας -Ερευνητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Το καριοφίλι ήταν όπλο εμπροσθογεμές, λειόκανο και λειτουργούσε με μηχανισμό πυρόλιθου (τσακμακόπετρα). Το μήκος του ήταν μεταξύ 1.20μ και 1,70μ με ιδιόμορφο κοντάκι. Η μακριά κάνη επέτρεπε αρκετό βεληνεκές, αλλά για ευστοχία το όπλο έπρεπε να στηρίζεται. Το καριοφίλι ήταν βαρύ και δύσχρηστο όπλο, ο δε μηχανισμός του πυρόλιθου πολλές φορές δεν πυροδοτούσε εξαιτίας κυρίως των καιρικών συνθηκών. Τα παλαιότερα καριοφίλια τοποθετούνται χρονικά περίπου το 1750 και οι μηχανισμοί πυροδοτήσεώς τους προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία.
Εκτός από το καριοφίλι οι κλέφτες και αρματολοί έφεραν επιπρόσθετο οπλισμό 1 ή 2 πιστόλες και επιπλέον μαχαίρα, γιαταγάνι (χαντζάρα) και πάλα (σπάθα). Οι πιστόλες ήταν επίσης βραχύκανα λειόκανα όπλα με μηχανισμό πυρόλιθου ανάλογα με την προέλευσή τους, διακρίνονται σε ευρωπαϊκές, ανατολίτικες ή αρβανίτικες. Εφέροντο στη ζώνη, «σελάχι», του πολεμιστή, σε διαμορφωμένες θήκες. Το γιαταγάνι ήταν ελαφρά κυρτή σπάθα με λαβή χούφτας απλή. Η πάλα ήταν πολύ κυρτή σπάθα με σταυροειδή λαβή, το κυρίως επιθετικό όπλο στις μάχες σώμα με σώμα (γιουρούσια) και εφέρετο από τους αγωνιστές στη μέση τους ή στην ωμοπλάτη περασμένη με κορδόνια.
Πολλές φορές τα γιαταγάνια και οι πάλες καθώς και οι θήκες τους ήταν περίτεχνα διακοσμημένες με ασήμι ή χρυσό. Τα όπλα συμπλήρωναν οι παλάσκες, θήκες που είχαν τα πυρομαχικά (βόλια) καθώς και διάφορα άλλα εξαρτήματα.
Τα παραπάνω όπλα, που έμοιαζαν μεταξύ τους αλλά δεν είχαν ενιαίο τύπο, χρησιμοποιήθηκαν και από τα τακτικά σώματα, μέχρι όταν άρχισε η σταδιακή αντικατάστασή τους κατά τη διάρκεια του αγώνα από Ευρωπαϊκά τυφέκια. Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο στην προεπαναστατική περίοδο όσο και κατά την επανάσταση, είχαν αναπτυχθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα βιοτεχνίες και εργαστήρια παραγωγής όπλων με εισαγωγές μηχανισμών από την Ιταλία αλλά και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Τροφοδότης των όπλων της επανάστασης με πυρομαχικά ήταν κυρίως οι μπαρουτόμυλοι των αφών Σπηλιωτόπουλου στη Δημητσάνα, που ήταν ουσιαστικά η έδρα της πρώτης ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας.
Ανακεφαλαιώνοντας ο οπλισμός των ατάκτων, ημιατάκτων αλλά και των τακτικών στρατευμάτων σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης, αποτελούνταν αρχικά από καριοφίλια και πιστόλες που προέρχονταν από Τούρκους και Βαλκάνιους οπλουργούς και βιοτεχνίες, ενώ κάποιοι αγωνιστές έφεραν και ευρωπαϊκά όπλα. Σταδιακά όμως το σκηνικό αυτό άλλαξε όταν άρχισαν να φθάνουν φορτία ευρωπαϊκών όπλων από τα φιλελληνικά κομιτάτα (επιτροπές) που είχαν ιδρυθεί στις χώρες της Ευρώπης και εργάζονταν για την ενίσχυση της επανάστασης, καθώς και από τα λάφυρα που κυρίευσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες από τον τουρκικό στρατό, ο οποίος είχε τα ίδια όπλα.
Ο πρώτος τακτικός στρατός της επανάστασης χρησιμοποίησε το τυφέκιο με λόγχη τύπου CHARLEVILLE, γαλλικής προελεύσεως, μοντέλο 1777, εμπροσθογεμές, με μηχανισμό πυρόλιθου και διαμέτρημα 17.53 χιλιοστά. Επίσης, κατά την άφιξή του, ο Λόρδος Βύρωνας στο Μεσολόγγι (τον Ιανουάριο του 1824), κάλεσε από την Αγγλία τον Ταγματάρχη Πυροτεχνουργό William Pazzy, μαζί με 8 εξειδικευμένους στρατιωτικούς τεχνικούς και εγκατέστησε στο Βοϊβοντικό (Σαράι) μηχανουργείο, κυρίως για την επισκευή του οπλισμού, αλλά και της οχυρώσεως. Αργότερα άρχισε να λειτουργεί (από το Σεπτέμβριο του 1825) στο Ναύπλιο εργοστάσιο επισκευής τυφεκίων και πυροβόλων και κατασκευής πυρομαχικών και βλημάτων πυροβολικού υπό τη διοίκηση του Γάλλου συνταγματάρχη Αρνώ, ο οποίος έφερε από τη Γαλλία τα αναγκαία μηχανήματα και επιτελείο πυροτεχνουργών.
Οι αγωνιστές θεωρούσαν αναπόσπαστο μέρος της ενδυμασίας τους «τ’ άρματά τους», όπως έλεγαν τα όπλα τους.
Ήταν η τιμή τους και η αντρειοσύνη τους, τα κοσμήματά τους και η περηφάνια τους. Όταν μάλιστα ήταν λάφυρα που αποκτήθηκαν στη μάχη από το χέρι του νεκρού εχθρού, τότε ο ιδιοκτήτης τους είχε την επιφανέστερη θέση.
Τα όπλα τους τα θεωρούσαν ιερά όπως και τις άγιες εικόνες. Τα είχαν σαν παιδιά τους και ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη τους που τα βάπτιζαν όπως και τα παιδιά τους. Ο Καραϊσκάκης το καριοφίλι του το έλεγε «Βασιλική», ο Αθανάσιος Διάκος «Παπαδιά», ο Δημήτριος Μακρής «Λιάρο», ο Γρίβας «Μαυρίκο», ο Οδυσσέας Ανδρούτσος «Ματζάρι».
Τα καριοφίλια της επανάστασης είχαν επίσης διάφορα ονόματα που προέρχονταν από την τεχνοτροπία ή τον τόπο κατασκευής τους. Μερικά από αυτά ήταν: «Λαζαρίνα», «Μιλιώνη», «Τρικώνι», «Αρμούτι», «Γκιζαήρ», «Νταλιάνι» (από το Ιταλιάνοι), «Σισανές», «Σαρμάς», «Σαρμά-Σισανές», «Χαρέ-Σαρμάς», «Μουτσονίγος», «Βενετσιάνος», «Ψαλιδιάς», «Σαντέ», «Ντάνσικα», «Φιλύντρα»(ήταν το όπλο που είχε επισκευαστεί) κ.λ.π.
Στο σελάχι τους (ζώνη), σε θήκες είχαν τις πιστόλες, συνήθως με κεντήματα και ασήμια, τόσο στο «λαμνί» (κάνη) όσο και στα «παφίλια» (συνδετικοί κρίκοι) και στη λαβή. Στην έξω θήκη του σελαχιού είχαν το «χαρμπί» που χρησιμοποιούσαν για τον καθαρισμό και το γέμισμα της πιστόλας. Το «χαρμπί» όταν έβγαινε από τη θήκη του, γινόταν φοβερό στιλέτο (δίσκελο ή μονόσκελο).
Επίσης, σε ξεχωριστή θέση στο σελάχι ήταν περασμένο το γιαταγάνι τους μέσα στη θήκη του, συνήθως και αυτό ασημοκεντημένο. Το λεπίδι του κατασκευαζόνταν από γερό ατσάλι και φέρονταν σε περίτεχνη θήκη, στο αριστερό μέρος της μέσης τους από μεταξωτό ζωστάρι ή με κορδόνια από την αριστερή ωμοπλάτη, κρεμόταν η γυριστή πάλα (σπάθα), της οποίας η λαβή έμοιαζε με κεφάλι δράκοντα φτιαγμένη από ξεχωριστό κόκαλο. Η θήκη της ήταν επίσης, ομορφοστολισμένη με παραστάσεις και κεντήματα, ήταν από ασήμι ή επίχρυση ή από μπρούντζο. Η λεπίδα της από ατσάλι ελαφρύ ήταν ο τρόμος στη μάχη.
Τα σπαθιά των αγωνιστών ήταν το όπλο της παλικαριάς που καταξίωνε τον αντρειωμένο στη μάχη σώμα με σώμα. Το καριοφίλι και η πιστόλα κρατούσαν τον εχθρό σε απόσταση. Τη νίκη όμως την έδινε το σπαθί και αυτό ήταν το τιμημένο όπλο της αρματωσιάς τους. Οι πολεμιστές έδιναν τον όρκο τους τον ιερό πάνω στα σπαθιά τους.
Με το καριοφίλι «βαρούσαν» και οι γυναίκες και τα παιδιά, αν τύχαινε, το σπαθί όμως ήθελε χέρι αντρίκειο, δυνατό και ατρόμητο.
Η πάλα ήταν κυρίαρχο επιθετικό όπλο στις συμπλοκές και γι’ αυτό στις εικόνες των αγωνιστών που έχουμε είναι πάντα σηκωμένη, έτοιμη για κτύπημα φοβερό. Το σχήμα της (πολύ κυρτή), της έδινε τη δυνατότητα να κάνει βαθιές τομές στο ανθρώπινο σώμα, να αποκόπτει χέρια και κεφάλια με ένα μόνο κτύπημα. Στα «γιουρούσια» τους (εφόδους), οι αγωνιστές άφηναν στα «ταμπούρια» τους τα άλλα όπλα τους και ορμούσαν στους Τούρκους με γυμνές τις πάλες. Ξακουστοί έμειναν για την επιδεξιότητά τους στο σπαθί οι οπλαρχηγοί Νικηταράς, ο επονομαζόμενος Τουρκοφάγος, ο οποίος στα Δερβενάκια άλλαξε τρεις πάλες που έσπασαν από τα αδιάκοπα κτυπήματα και ο Γκούρας στη μάχη στα Βασιλικά.
Το γιαταγάνι ήταν κι αυτό ξακουστό σπαθί, αλλά κυρίως αμυντικό όπλο στα γιουρούσια, που έβγαινε από το σελάχι, όταν η πάλα έσπαζε ή έπεφτε κάτω.
Επίσης, από τους πολεμιστές όποιος σκότωνε τον εχθρό δικαιωματικά έπαιρνε λάφυρο το σπαθί του. Οι καπετάνιοι, όταν παρέδιδαν την αρχηγεία στο πρωτοπαλίκαρο του «νταϊφά» τους, του έδιναν και το σπαθί τους. Έτσι πολλά σπαθιά έφτασαν από τα χέρια παλιών ξακουστών καπεταναίων στα χέρια των νεότερων, που τα τιμούσαν ως κειμήλια ιερά στον αγώνα του «21».
Οι αγωνιστές στο σελάχι τους, που ήταν από χοντρή τσόχα, κατασκευασμένο φύλλα-φύλλα για να υπάρχουν διάφορες θήκες, το «ζώνανε» στη μέση τους και τοποθετούσαν σ’αυτό εκτός από τα όπλα και διάφορα άλλα αντικείμενα. Στις εσωτερικές θήκες τους έβαζαν το «τάσι» για να πίνουν νερό, το «σουβλί» για να επισκευάζουν ρούχα και τσαρούχια, το «καλαμοτέφτερο» για να γράφουν αν ήξεραν γράμματα, το «μεδουλάρι» που είχε λίπος για τα όπλα και τις «στουρναρόπετρες» (πυρόλιθους) για τους μηχανισμούς των όπλων. Σε άλλες θήκες είχαν την ασημένια ταμπακοθήκη τους ή τη δερμάτινη καπνοσακούλα και την ξύλινη «ξύστρα», για να ανακουφίζονται από τα ζωύφια (ψείρες), που είχαν πάνω τους από την απλυσιά. Την ξύστρα την ονόμαζαν «Παπαδιά» ή «Γιαννούλα» και την κατασκεύαζαν συνήθως καλόγεροι που σκάλιζαν πάνω της διάφορα θρησκευτικά σχέδια. Στο στήθος τους είχαν για στόλισμα το ασημένιο κόσμημα «κουστέκι» που το καρφίτσωναν με λεπτές αλυσίδες που κατέληγαν σε «θηλυκωτάρια».
Τα «θηλυκωτάρια» είχαν σκαλισμένους αητούς και από τις αλυσίδες κρέμονταν στρογγυλή πλάκα με κάποιον πολεμικό άγιο. Ακόμη, στο στήθος είχαν το «φυλαχτάρι» που ήταν συνήθως ασημένιο και εσωτερικά είχε διάφορα φυλαχτά για την προστασία του αγωνιστή στη μάχη. Στις όψεις του είχε χαραγμένο τον προστάτη άγιο του πολεμιστή, την Παναγία ή το θεό ή άλλα θρησκευτικά σύμβολα και αρκετά ήταν «πλουμισμένα» με νομίσματα. Αριστερά στο γιλέκο οι οπλαρχηγοί είχαν την «ώρα», όπως έλεγαν τότε τα ρολόγια. Ελάχιστοι είχαν στην επανάσταση ρολόγια και θεωρούνταν είδος πολυτελείας. Για να τα προστατεύουν κατά την διάρκεια των συμπλοκών με τον εχθρό, τα τοποθετούσαν σε ασημένιες στρογγυλές θήκες που είχαν επίσης χαραγμένες πάνω τους θρησκευτικές παραστάσεις. Στο γιλέκο τοποθετούσαν και τον ασημένιο σουγιά τους. Στο πίσω μέρος του σελαχιού τους περασμένες στο λουρί του, είχαν τις παλάσκες, που μέσα τους έβαζαν τα μπαρουτόβολα, τα «φυσεκλίκια», όπως τα έλεγαν. Όλα αυτά τα εξαρτήματα όσο περισσότερο ήταν «πλουμισμένα» με κεντήματα και ασημοχρυσόματα, έδιναν αρχοντική όψη στον αγωνιστή στις γιορτές και στις ξεχωριστές ημέρες. Για το λόγο αυτό οι καπεταναίοι έπρεπε να έχουν ανάλογη εμφάνιση και τα όπλα τους και τα εξαρτήματά τους να προκαλούν το θαυμασμό.
Τέλος πολλά όπλα και εξαρτήματα αγωνιστών της επανάστασης που διασώθηκαν στα Μουσεία και τις ιδιωτικές συλλογές, θεωρούνται και έργα τέχνης.
Βιβλιογραφία:
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Ελλάδος Α.Ε, Αθήνα 1980.
- Έκθεσις της πολεμικής αρετής των Ελλήνων, Αθήνα 1968.
- Τα όπλα των Ελλήνων, Χρήστου Ζ. Σαζανίδη, Θεσσαλονίκη 1995.
- Αγώνες και Άρματα, Ιστορικό-Εθνικό Μουσείο Αναστασίου Λιάσκου, εκδόσεις ΕΜ-ΕΣ ΠΡΕΣΣ Α.Ε, Αθήνα 2005.