Διάσπαρτα σε ολόκληρη την Ελλάδα και δη στην Ήπειρο δεσπόζουν τα πέτρινα γεφύρια που χαρακτηρίζονται από την καλαισθησία τους, την τολμηρότητα της κατασκευής τους, την απλότητά τους, την εναρμόνισή τους με το φυσικό περιβάλλον.
Τα πέτρινα γεφύρια αποτελούν ένα χαρακτηριστικό κτίσμα και εξαιρετικά αξιόλογο δείγμα της άριστης τεχνικής που κατείχαν οι ηπειρώτες πρωτομάστορες. Διακρίνονται σε μονότοξα, δίτοξα ή τρίτοξα με πολλαπλά σχήματα και μορφές που τις υπαγόρευαν κάθε φορά οι ιδιαιτερότητες και οι δυσκολίες της κάθε κατασκευής.
Κυρίως τα γεφύρια κατασκευάστηκαν για λόγους μετακίνησης καθώς η περιοχή της Ηπείρου διατρέχεται από ποτάμια, τα οποία το χειμώνα γίνονται πολύ άγρια και ορμητικά. Έτσι, τα γεφύρια συνδέουν τους οικισμούς μεταξύ τους αλλά και τις γειτονιές κάθε χωριού με τους χώρους δουλειάς-τα χωράφια, τα αμπέλια, τα βοσκοτόπια.
Η απόλυτη ένταξη των γεφυριών στο φυσικό περιβάλλον, οδήγησαν τον πρωτοπόρο
μελετητή τους κ. Σπύρο Μαντά (1984) να δηλώσει ότι οι άνθρωποι για να καλύψουν μια επιτακτική ανάγκη τους (αυτήν της επικοινωνίας) αναγκάστηκαν να προεκτείνουν την ίδια τη φύση, χτίζοντας αυτά τα αριστουργήματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής σε πλήρη αρμονία με το περιβάλλον φυσικό τοπίο.
Ο κ. Σπύρος Μαντάς έχει εκδόσει τα βιβλία «Τα Ηπειρώτικα γεφύρια» (1984), «Το Γεφύρι κι ο Ηπειρώτης» (1987), «Η Σκάλα του Βραδέτου» (2003) -σε συνεργασία με τον Θ. Χαμάκο, «Τα Πέτρινα Γεφύρια» (2007), «Πέτρινα Γεφύρια στη Βόρεια Ήπειρο» (2008), «Του Γεφυριού της Άρτας» (2011), ενώ παράλληλα έχουν γυριστεί και μερικά ντοκιμαντέρ, ενώ πολλά άρθρα μου φιλοξενήθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά.
Σε αυτό το αφιέρωμα θα ασχοληθούμε με το βιβλίο «Πέτρινα Γεφύρια στη Βόρεια Ήπειρο» που εξέδωσε το Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων (Α.Γ.Η.), όπου σε ένα σπάνιο λεύκωμα όπου είναι καταγεγραμμένα τα πέτρινα γεφύρια της Βόρειας Ηπείρου.
Το εξώφυλλο
Ο πρόλογος
Στo πλαίσιo του «Αρχείου Γεφυριών Ηπειρώτικων», μιας πολυετούς προσπάθειας καταγραφής και μελέτης όλων των γεφυριών της Ηπείρου -καλύτερα να πω της Πίνδου- προγραμμάτισα και πραγματοποίησα, τα τελευταία χρόνια, σειρά αποστολών και στη Βόρεια Ήπειρο (Αλβανία ). Στόχος, να καταγραφούν και τα εκεί πέτρινα τοξωτά γεφύρια.
Περιοχή δύσκολη η Βόρεια Ήπειρος, με πολλές ιδιαιτερότητες, πάντα υποψίαζε για πλούσιο, ποσοτικά και ποιοτικά, υλικό. Τουλάχιστον αυτό έταζαν οι περιηγητές της τουρκοκρατίας, παλιοί -αρχών του 20ου αιώνα- στρατιωτικοί χάρτες, λίγα δημοσιεύματα, τελευταία, Αλβανών ερευνητών και αρχιτεκτόνων. Η πρόσβαση όμως εκεί, δυστυχώς, μέχρι πρόσφατα εξακολουθούσε να παραμένει απαγορευτική.
Να οριοθετηθεί όμως ο χώρος που έψαξα όλα αυτά τα χρόνια. Σαν βόρειο σύνορο -εκεί είναι το ζήτημα- υιοθέτησα τον ρου του ποταμού Σκούμπη, του Γενούσου των αρχαίων. Τις όχθες του διέτρεξε κάποτε η Εγνατία οδός, την οποία χρησιμοποίησε ο Στράβων για να διακρίνει τα ηπειρωτικά έθνη από αυτά των Ιλλυριών. Η δική μου βέβαια επιλογή δεν θα μπορούσε να έχει κριτήρια εθνολογικά, έτσι κι αλλιώς ασθενή έως ανύπαρκτα την εποχή κατασκευής των γεφυριών. Ανέβηκα ως εκεί, γιατί ακριβώς εκεί σβήνει η Πίνδος, το ανάγλυφο της οποίας, ακόμη και σήμερα, μπορεί να γεννάει ανθρωπογεωγραφικές ενότητες με ατμόσφαιρα και νοοτροπίες παρόμοιες εκείνων που έδωσαν τα “δικά” μας γεφύρια.
Ταξίδεψα λοιπόν στο Πάνω Πωγώνι και στην περιοχή της Ζαγοριάς. Γύρισα χωριό-χωριό όλη τη Δρόπολη, αλλά και τον Βούρκο, ανάμεσα Δέλβινο και Άγιους Σαράντα. Με αφετηρία Αυλώνα, εισχώρησα βαθιά στο Κουρβελέσι, ανεβαίνοντας την κοιλάδα της Σουσίτσας. Από Τεπελένι, μέσω Κλεισούρας, βρέθηκα Πρεμετή, κι απ’ εκεί στο Λεσκοβίκι. Προχώρησα τολμηρά στο Μπεράτι, μέχρι πέρα την Τσερεβόντα. Διέτρεξα τα μαστοροχώρια της Κολώνιας. Έφτασα Κορυτσά, για να επισκεφτώ τα χωριά του Μοράβα, αλλά και τη Μοσχόπολη και το Γκράμποβο. Τέλος, από Πόγραδετς, ακολουθώντας τα ίχνη της Εγνατίας, δίπλα στον Σκούμπη, κατέληξα στο Ελμπασάν. Όλα αυτά, με δέκα πέντε συνολικά ταξίδια-αποστολές, που τα ’χαν όλα: εκπλήξεις, κόπο, κινδύνους, ευτυχώς κι αποτελέσματα.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία για το μέγεθος δύο εμποδίων που εξ αιτίας τους -φοβάμαι- η καταγραφή των γεφυριών της Βόρειας Ηπείρου θα παραμείνει για πάντα ημιτελής, δεν θα έχει έστω την πληρότητα του αντίστοιχου καταλόγου που αφορά την Ήπειρο της ελληνικής επικράτειας.
Πρώτον: κι εκεί, η Ήπειρος παραμένει …άπειρος! Δηλαδή, κάθε μετακίνηση συνεπάγεται μάχη μ’ ένα τοπίο που συνθέτουν ψηλά, άγρια βουνά και χιλιάδες ρέματα που τροφοδοτούν πολλούς και μεγάλους ποταμούς. Ενδεικτικά: για να φτάσω στο γεφύρι του Καλιά, στη Ζαγοριά, χρειάστηκε πορεία 5 ωρών με μουλάρι∙ για το γεφύρι της Γκούρας, στο Γκράμποβο της Βέρτσας, 91 χιλιόμετρα από την Κορυτσά, ταξίδι επίσης 5 ωρών με τζιπ!
Δεύτερον: λαμβανομένου υπόψη του απομακρυσμένου των γεφυριών και των συνθηκών της γειτονικής χώρας, οι μετακινήσεις κάθε άλλο παρά ασφαλείς παρουσιάζονται. Θυμάμαι τις πολύωρες συζητήσεις για τη συγκρότηση ομάδας που θα με συνόδευε στο γεφύρι της Βενετιάς στην καρδιά της Λιαμπουργιάς! Φόβος; Φοβία; Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να το διαπιστώσω στην πράξη. Οι ιστορίες πάντως των κρυμμένων θησαυρών, γνωστές και στην πατρίδα μας, εκεί, με υπερβολικές διαστάσεις, τροφοδοτούν τη φαντασία σε βαθμό επικίνδυνο.
Συμπέρασμα: ο συνδυασμός των παραπάνω θα κρατήσει περιοχές σαν την Τομορίτσα, το Σκραπάρι και το Νταγκλί, για πολύ καιρό ακόμα μακριά μας, άγνωστες. Το θέμα όμως είναι πως, κι όταν οι συνθήκες πρόσβασης ή ασφάλειας επιτρέψουν την επίσκεψη, πέτρινα τοξωτά γεφύρια δεν θα υπάρχουν πια. Θα έχουν διαλυθεί εις τα …εξ ων συνετέθησαν για να χρησιμοποιηθούν σαν οικοδομικό υλικό! Το έζησα αρκετές φορές στην έρευνά μου. Αναζητώντας γεφύρια με πρόσφατη φωτογραφία τους στο χέρι, τα βρήκα -για το λόγο που εξήγησα- να λείπουν (το γεφύρι του Ντουχανάσι, για παράδειγμα, έξω απ’ το Μπεράτι), ή να τα διαλύουν μπροστά μου εκείνη τη στιγμή (περίπτωση του γεφυριού του Μπαμπούρα στη Ρούσανη του Δέλβινου).
Κάποια στιγμή, γεμάτος περιέργεια, αποφάσισα να αλλάξω οπτική γωνία, τα δω τα γεφύρια της Βόρειας Ηπείρου κι απ’ την άλλη την πλευρά, να γράψω ένα βιβλίο. Άξιζε ο κόπος -κατάλαβα αργότερα- είτε σαν αντικείμενο μελέτης το δεις, είτε σαν μέσο για άλλου είδους διαφυγές. Γεφυρώνοντας λοιπόν, απ’ το 1997, πέρασα στην απέναντι όχθη και σ’ άλλη επικράτεια -το τελευταίο τουλάχιστον για τα σύγχρονα διοικητικά δεδομένα…
Καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, στα οκτώ συνολικά χρόνια που έψαχνα «απέκει», ομολογώ πως, ταυτόχρονα, ένοιωθα και οικεία και πολύ μακριά! Η διαπίστωση, συχνά οδυνηρή, γεννούσε απορίες, είχε όμως και τη γοητεία της. Τελικά το βιβλίο που προέκυψε, το «Πέτρινα γεφύρια στη Βόρεια Ήπειρο», πιστεύω πως αποδεικνύει το ενιαίο του χώρου -εξακολουθούμε να είμαστε Πίνδο- αναδεικνύει όμως και τη διαφορετικότητα -μέχρι έκπληξης- των ανθρώπων που τον κατοίκησαν. Ήταν αναπόφευκτο∙ η ιστορία πάντα διαμορφώνει διαφορές που ο χρόνος αδυνατεί να εξαλείψει εντελώς…
Φεύγοντας βόρεια, η βασική μορφολογική γραμμή των ηπειρώτικων πετρογέφυρων παραμένει ίδια. Συναντάμε σίγουρα και διαφοροποιήσεις -μικρές, μεγαλύτερες, κάποτε σημαντικές. Αν το ψάξουμε περισσότερο, τούτες οφείλονται, κατ’ αρχάς, στη βαθμιαία αλλαγή του τοπίου που, όσο ανεβαίνουμε, αγριεύει, επηρεάζοντας φυσικά και τον άνθρωπο. Και δεν είναι πουθενά αλλού τόσο εμφανής, όσο εδώ, στην Πίνδο, η αμφίδρομη σχέση μεταξύ φυσικού περιβάλλοντος και ανθρώπου. Αποτέλεσμα; ό,τι ο τελευταίος εισπράττει το μεταφέρει, σχεδόν αυτούσιο, στα δημιουργήματά του. Ο κανόνας ισχύει ιδιαίτερα στη λαϊκή τέχνη, βρίσκοντας τέλεια εφαρμογή όταν πρόκειται για γεφύρια.
Αλλά, έτσι κι αλλιώς, πάντα ο βορειοηπειρώτης παρουσιαζόταν με πολλές ταυτότητες -θρησκευτική, γλωσσική, φυλετική. Και θα ’ταν αδύνατον αυτός ο πολυπολιτισμικός του χαρακτήρας να μην αποτυπωθεί και στη λαϊκή αρχιτεκτονική -ιδιαίτερα στην κατασκευή, τη χρηματοδότηση και τη χρήση των πετρογέφυρων! Ανάγκη, λοιπόν, για να αποκρυπτογραφηθούν όσο το δυνατόν καλύτερα τα μυστικά των τελευταίων, να ερευνηθεί σωστά -και αντικειμενικά- το ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο του χώρου που τα γέννησε. Αυτό, επιχειρείται κυρίως στο πρώτο μέρος του βιβλίου, δεν παύει όμως να διατρέχει, σαν ανάγκη, όλες τις σελίδες του.
Η δομή και τα περιεχόμενα έχουν ως εξής:
«Γεφυρώνοντας το Χρόνο – Στη Βόρεια Ήπειρο»!
Είναι ο τίτλος του Α΄ Μέρους, που, περνώντας απ’ το γενικό στο μερικό, εστιάζει βαθμιαία στο υπό μελέτη αντικείμενο.
Αρχικά αναζητούνται οι ιδιαιτερότητες του χώρου και των ανθρώπων του. Το άγριο εδώ εδαφικό ανάγλυφο απαγορεύει και επιτάσσει∙ οι άνθρωποι, ταυτόχρονα, το φοβούνται, το μάχονται, το σέβονται, συμβιβάζονται μαζί του, το εκμεταλλεύονται. Αν το δούμε αποστασιοποιημένοι απ’ τη φόρτιση του χρόνου, περνάμε απ’ τ’ αμείλικτα ερωτήματα στις ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Πληροφορούμαστε πού οδηγούν οι υποθέσεις για την αρχή, πώς οι φιλοδοξίες των ανθρώπων, οι συγκυρίες και τα παιγνίδια της ιστορίας, διέγραψαν πορεία και τελικά τη μοίρα. Κατανοείται ο τρόπος που το ανθρώπινο μωσαϊκό προέκυψε, οι αιτίες αλλά κι οι αφορμές των συγκρούσεών του, οι επιδιώξεις του συνειδητές ή μη. Κι άλλα πολλά, στο αέναο ποτάμι της ζωής και του αίματος…
Στη συνέχεια γίνεται λόγος για την επικοινωνία -απ’ τους πιο πειστικούς δείκτες πολιτισμού- αλλά και για τα γεφύρια, που όχι μόνο την υπηρέτησαν αλλά και την καθόρισαν. Απ’ τα λασπωμένα μονοπάτια με τον αβέβαιο προορισμό, βάδισα την καλντεριμωτή Εγνατία με τους υψηλούς στόχους, για να ανηφορήσω τελικά στα ντερβένια του μεσαίωνα με τους πραματευτάδες αλλά και τους ληστές. Φυσικά πάντα εστιάζοντας περισσότερο στην τουρκοκρατία, στο χρονικό πλαίσιο της οποίας δημιουργήθηκαν τα τοξωτά πέτρινα γεφύρια. Σε επαρκή αριθμό τούτα -ικανοποιητική η συγκομιδή τους- επιτρέπουν αναλύσεις, στατιστικές, συμπεράσματα. Τα πετρογέφυρα στη Βόρεια Ήπειρο έχουν ταυτότητα και θέλω να πιστεύω πως την ανακάλυψα…
Έχει επανειλημμένα υποστηριχθεί, μάλλον δικαιολογημένα, πως τα γεφύρια κατασκευάστηκαν για την κοινωνική καταξίωση των χρηματοδοτών τους, την επίδειξη. Ήσαν δηλαδή, κάθε άλλο, παρά ανιδιοτελή έργα. Εδώ, το σίγουρο είναι πως οι κατασκευές αυτές κάλυψαν, πέρα για πέρα, μιαν ανάγκη επιτακτική, βιοτική θα τη λέγαμε για τους αποκλεισμένους, κυρίως το χειμώνα, κατοίκους. Δώριζαν και οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί, καθένας για το λόγο του, καθένας με το έχει του. Πρόβαλαν, όμως, σαν μεγάλοι γεφυροποιοί, ο Κουρτ πασάς του Μπερατιού και, προπαντός, ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων. Για τον τελευταίο μαρτυρούν η παράδοση και οι ονομασίες αρκετών γεφυριών όπως διασώθηκαν στις μνήμες των ηλικιωμένων…
Και από τους χρηματοδότες στους μαστόρους. Παρά την κοινωνική περιθωριοποίηση των τελευταίων, γεγονός που τους κράτησε στην αφάνεια, η έρευνα αποκάλυψε αρκετά πολύτιμα στοιχεία -ονόματα, έργα τους, καταγωγή, δρομολόγια δουλειάς, συνήθειες, χρήση συνθηματικής γλώσσας! Η βιογραφία που επιχειρήθηκε ενός μάστορα της εποχής -του μαστρο-Πέτρου Κορτσάρι- πιστοποίησε γι’ άλλη μια φορά τη δύσκολη ζωή τους. Κι ας ήταν, ο συγκεκριμένος, ο πρώτος στην τάξη αρχιτέκτονας και μηχανικός του Αλή πασά…
Τελευταίος σταθμός του βορειοηπειρώτικου ταξιδιού μου, το πώς δέχτηκε ο πολύς κόσμος τα γεφύρια, μ’ άλλα λόγια ο λαϊκός απόηχος των δυσκολιών κατασκευής τους. Καλύτερος όπως πάντα μάρτυρας, ο γνωστός θρύλος -εντοιχισμός της πρωτομαστόρισσας- που ξέρει να αφηγείται πειστικά. Δύο εδώ οι εκδοχές του σχετικού τραγουδιού: η “νότια”, με αναφορά στο γεφύρι της Άρτας και η “βορινή”, για το κάστρο της Σκόδρας…
«Οδοιπορώντας στο Χώρο – Η Αναζήτηση»!
Με το Β΄ Μέρος -παράθεση εννέα ταξιδιών μου στη σύγχρονη Αλβανία- περιγράφεται η περιπέτεια της καταγραφής, που βέβαια από απόστασης ασφαλείας κινδυνεύει να διολισθήσει σε εξωτικούς συνειρμούς. Στην πραγματικότητα -αναπόφευκτη η σύγκριση του τότε με το τώρα- πρόκειται για δρομολόγια που σοκάρουν, προβληματίζουν, μελαγχολούν! Κι ας υπάρχει και η άλλη, η ρομαντική άποψη. Στιγμιαίες χαρές, η ανακάλυψη, ενός μετά το άλλο, των παλιών γεφυριών. Παρά το μέγεθός τους, στιγμές, φαντάζουν ιδιαίτερα μικρές οι κοίτες που γεφυρώνουν. Γιατί η διάσταση του Χώρου και του Χρόνου συγχέονται εδώ τόσο πολύ, που ο προορισμός, ο στόχος, ατονεί. Έτσι, πέρασε αρκετός καιρός για να μετρήσω πως τα γεφύρια που τελικά επισκέφτηκα -πραγματικά ή νοητά- ήταν 139! Κάποια τους έχουν γκρεμιστεί, ή μάλλον τώρα γκρεμίζονται…
«Αλλάζοντας Όχθες – Τα Γεφύρια»!
Στο Γ΄ Μέρος παρουσιάζονται, αναλυτικά, όλα τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια που ανακαλύφτηκαν και μελετήθηκαν στη Βόρεια Ήπειρο. Σίγουρα -το έθιξα- υπάρχουν κι άλλα, όμως θέλω να πιστεύω ότι κανένα σημαντικό δεν ξέφυγε, τουλάχιστον απ’ τα υπερτοπικής σημασίας. Όπως είπα, 139 φορές άλλαξα όχθη ταλαντευόμενος στο χθες και το σήμερα, 139 και τα γεφύρια που εντοπίστηκαν.
Η παρουσίασή τους γίνεται κατά περιοχές, όχι βέβαια σημερινές διοικητικές, αλλά εκείνου του καιρού, που ήταν κυρίως το ανάγλυφο που καθόριζε σύνορα, ταυτότητα, νοοτροπίες -17 τέτοιες ανθρωπογεωγραφικές ενότητες ψάχτηκαν! Κάθε μια φορά προηγείται σύντομη εισαγωγή στα κοινωνικοοικονομικά δρώμενα του τόπου, αφού αυτά εν πολλοίς καθόριζαν συμπεριφορές και έργα -άρα τον αριθμό, το μέγεθος, τη μορφή και των πετρογέφυρων!
Εννοείται πως, πολύτιμοι πληροφοριοδότες σ’ όλη τη διάρκεια της αναζήτησης, αλλά και μετέπειτα, στο στάδιο της μελέτης, στάθηκαν οι περιηγητές της εποχής και οι όποιοι τότε ιστορικοί. Ξεχωρίζω τον Ιωάννη Λαμπρίδη, που για τα περισσότερα γεφύρια διέσωσε έτος κατασκευής, χορηγό, κάποτε και τη σχετική δαπάνη -ότι πολυτιμότερο δηλαδή! Αλλά και οι σημερινοί κάτοικοι βοήθησαν, κυρίως στον τελικό εντοπισμό τους και την όχι πάντα εύκολη προσέγγιση.
Για το κάθε γεφύρι αναφέρονται: η ακριβή του θέση, η χρήση του ή οι διαδρομές που εξυπηρέτησε, η σημερινή του κατάσταση, το ποτάμι που ζεύγνει, ο χρόνος κατασκευής, ο χρηματοδότης, η δαπάνη, οι βασικές διαστάσεις του -μήκος, ύψος, πλάτος, άνοιγμα και ύψος των τόξων, μήκος κι ωφέλιμο πλάτος του διαδρόμου διάβασης, διαστάσεις προστατευτικών μέσων και προβόλων κλπ- σχετικοί θρύλοι που πιθανόν το συνοδεύουν και, γενικά, οποιαδήποτε πληροφορία που μπορεί να ρίξει φως στη διαδρομή της …ζωής του, στην όποια του περιπέτεια, στη συμβολή του στα δρώμενα του διπλανού χωριού, ή της ευρύτερης περιοχής.
Ακολουθούν αποτυπώσεις-σκίτσα με όψεις των γεφυριών και μία κατάλληλα επιλεγμένη τομή, αφού οι φωτογραφίες δεν μπορούν πάντα να αποδίδουν την πραγματική, την πλήρη μορφή τους. Συνειδητά οι τελευταίες, οι αρκετές φωτογραφίες που συνοδεύουν, είναι ασπρόμαυρες, ελαχιστοποιώντας τους εντυπωσιασμούς που απροσανατολίζουν.
Σπύρος Μαντάς
Ιούνιος 2008
Πληροφορίες
Σπύρος Ι. Μαντάς
Ηλία Ζερβού 50
11144 Αθήνα
Τηλ. & Fax: 210 2010659
Κιν.: 6938121276
E-mail: [email protected]
Τιμή πώλησης:
από βιβλιοπωλεία: 60 €
από συγγραφέα: 35 €