Το πνευστό όργανο λατρεύτηκε στην Αιτωλοακαρνανία όπου μάλιστα αναδείχθηκαν κορυφαίοι τεχνίτες που μάγεψαν με τις μελωδίες τους όλη την Ελλάδα!
Kάποιοι υποστηρίζουν ότι το κλαρίνο ήρθε στην Ελλάδα από την Ευρώπη-μέσω της Τουρκίας και των Τσιγγάνων μουσικών- στις αρχές του 19ου αιώνα.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή το κλαρίνο πέρασε (τον ίδιο αιώνα) στην Ελλάδα από τη Δύση μέσω της Ιταλίας και των φιλαρμονικών των νησιών του Ιονίου. Τέλος, αν πιστέψουμε τη Δέσποινα Μαζαράκη, το κλαρίνο το έφεραν στην Ελλάδα οι Βαυαροί επί Οθωνα, δηλαδή μετά το 1830. Οπως και να ’χει, στον αγώνα επικράτησης ανάμεσα στον ζουρνά και το κλαρίνο, που είχε αρχίσει το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, νικητής αναδείχθηκε το κλαρίνο, ένα μουσικό όργανο που ενώ δεν ανήκει στη μουσική οργανολογία του τόπου μας, έδεσε μοναδικά με το δημοτικό τραγούδι μας.
Στην Αιτωλοακαρνανία από τα τέλη του 19ου αιώνα έζησαν μυθικά ονόματα της τέχνης του κλαρίνου όπως ο Γιάννης Μόσχος ή Φουσκομπούκας (1845-1925) και ο Νικολάκης Σουλεϊμάνης (1848-1921), μεγάλος λαϊκός οργανοπαίκτης, δάσκαλος μεγάλων μαθητών και δασκάλων κλαριντζήδων, ενώ τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα έλαμψε το άστρο του Χαράλαμπου Μαργέλη (1895-1954).
Στο νομό μας, λοιπόν, με τη δημώδη μουσική ατμόσφαιρα γεννήθηκαν και μεγαλούργησαν δυο σολίστες, ο Βασίλης Σαλέας και ο Γιάννης Βασιλόπουλος, που έμελλε να φέρουν σε επαφή με το κλαρίνο ευρύτερα ακροατήρια από εκείνα των τοπικών πανηγυριών.
Έτσι σε ένα αφιέρωμα του Documento, οι δυο Αιτωλοακαρνάνες τεχνίτες του κλαρίνου δεσπόζουν στους τέσσερις σημαντικότερους Έλληνες κλαρινοπαίχτες που συγκλόνισαν με τις ερμηνείες τους και άφησαν το στίγμα τους και βαριά κληρονομιά στην παραδοσιακή μουσική.
Βασίλης Παναγιωτόπουλος-Σαλέας
Αναρχικός και ασυμβίβαστος και απρόβλεπτα εκρηκτικός
Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος-Σαλέας (1929-1972) γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Γόνος μουσικής οικογένειας Τσιγγάνων, ξεκίνησε από καλαμένια φλογέρα, πέρασε στον ζουρνά κοντά στον δεξιοτέχνη πατέρα του Κώστα Σαλέα και έφτασε στο κλαρίνο έχοντας για δασκάλους τον Θόδωρο Αντωνόπουλο (1890-1957) και τον Χαράλαμπο Μαργέλη. Στα 17 του ήταν κιόλας γνωστός στα πανηγύρια της περιοχής.
Από ειδικούς και μη ο Σαλέας θεωρείται ίσως η μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα στον χώρο της παραδοσιακής μουσικής, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι ο κορυφαίος κλαρινίστας όλων των εποχών. Συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους ερμηνευτές και τις μεγάλες ερμηνεύτριες των δημοτικών και των λαϊκών τραγουδιών, ενώ πλούσια ήταν η συμμετοχή του στη δισκογραφία, τόσο ως εκτελεστής όσο και ως συνθέτης, παρά τον σύντομο βίο του αλλά και την 8άχρονη παραμονή του στην Αμερική.
«Ο Σαλέας υπήρξε το σκληρό ροκ στη μεταπολεμική δημοτική και λαϊκή μουσική» γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας. «Ροκ και σαν στιλ κλαρινοπαίκτη και σαν αντίληψη για τη μουσική διασκέδαση. […] Αναρχικός, ασυμβίβαστος, εκρηκτικός. Ανέβαζε στο πάλκο τους θαμώνες ή κατέβαινε αυτός κοντά τους. Ξημέρωνε στο πάλκο παίζοντας με το στόμιο σκοτεινές, παράξενες μουσικές που μόνο αυτός ήξερε, που δεν ξανακούστηκαν ποτέ πια, ύστερα από εκείνη τη συγκεκριμένη νύχτα…». Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου 1972 και «από το σπίτι του στην εκκλησία τον πήγανε παίζοντας πέντε κλαρίνα. Ολα φημισμένα. Ολα της φάρας του. Το ίδιο και στο νεκροταφείο. Πέντε κλαρίνα παίζαν πάνω στον τάφο του!».
Ακολουθώντας τους δρόμους της ανατολικής μουσικής
Ο Γιάννης Βασιλόπουλος, απόγονος οικογένειας παραδοσιακών μουσικών, γεννήθηκε το 1939 στο Αγρίνιο και σε ηλικία 8 χρόνων άρχισε να μαθαίνει κλαρίνο από τον πατέρα του. Ξεκίνησε επαγγελματική σταδιοδρομία σε ηλικία 15 χρόνων στην πόλη του και στη συνέχεια στην Αθήνα. «Στην Αθήνα ήρθα 18 χρόνων. Πρώτο μαγαζί “Ο Ευρώτας” του Δημήτρη Μασούρα στην Ομόνοια, μετά με τον Δημήτρη Ζάχο στην Πλατεία Βάθης στη “Ζούγκλα”. Επαιξα με τον Κώστα Ρούκουνα στην Ηπείρου, τη Σοφία Κολλητήρη, την Τασία Βέρα, τον Γιώργο Παπασιδέρη, τον Γιώργο Μεϊντανά και πολλούς άλλους. Με άκουσε ο Στέλιος Καζαντζίδης και με έβαλε στον δίσκο στην Κολούμπια. Το μεροκάματο 30-60 δραχμές στις αρχές του ’60» έλεγε ο ίδιος για το ξεκίνημά του.
Εκτοτε συνεργάστηκε με τα διασημότερα ονόματα της δημοτικής και της λαϊκής μουσικής σε κέντρα και στη δισκογραφία, αλλά και με συνθέτες όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Χριστόδουλος Χάλαρης , ο Σταύρος Ξαρχάκος. «Κάποτε με κάλεσε ο Μίκης Θεοδωράκης και με πήρε και με πήγε ο Γιάννης ο Πέτσας (κιθάρα). Οταν πήγα στο στούντιο, ήταν 30 με 40 μουσικοί και ο Μίκης Θεοδωράκης μου ’δωσε την παρτιτούρα και λέω του Γιάννη: “Τι μου δίνει εδώ; Μου ’δωσε μια παρτιτούρα”. “Μαέστρο, δεν διαβάζει τις νότες” του είπε ο Γιάννης και ο Μίκης ήθελε να με διώξει και όπως κάθισε στο πιάνο του λέω: “Δάσκαλε, παίξε και θα το παίξω”. Τα ’χασε ο Μίκης και γυρίζει και λέει: “Πώς είναι δυνατόν να κρατάει τόσες φωνές στο μυαλό του”. “Ωσπου να πάμε στη Θεσσαλονίκη” μου λέει “θα σε μάθω μουσική”. Εν τω μεταξύ τον πιάσανε ‒χούντα ήτανε‒ και δεν είχα την τύχη να προλάβω να διαβάσω μαζί του» είχε εξομολογηθεί κάποτε.
Ο Γιάννης Βασιλόπουλος λάτρευε τη βυζαντινή μουσική. Το παίξιμό του πάνω σε βυζαντινά τροπάρια υπάρχει αποθησαυρισμένο στον δίσκο «Τα δάκρυα της Μαγδαληνής». «Από μικρός μ’ άρεσε η βυζαντινή μουσική» έλεγε. «Παίρνω το όργανο, συγκεντρώνομαι και κατεβάζω αυτά που θέλω και πατάω στους δρόμους της βυζαντινής μουσικής ραστ, σαμπάχ, ουσάκ, νέβα νιαβέντι». Πέθανε το 2011 σε ηλικία 72 χρόνων.
Τάσος Χαλκιάς
«Ο καλύτερος του πλανήτη»
Αλλη περιοχή στην οποία το κλαρίνο δοξάσθηκε είναι η σκληρή και κακοτράχαλη Ηπειρος. Και όταν λέμε Ηπειρος, εννοούμε τους Χαλκιάδες. Τη μεγάλη οικογένεια που περισσότερο από έναν αιώνα αιμοδοτεί με μουσικούς τη δημοτική μας παράδοση.
Γενάρχης ο κλαρινίστας Τάσος Χαλκιάς (1914-1992) , μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του μουσικού παραδοσιακού χώρου. Αυτοδίδακτος μουσικός, από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με το κλαρίνο και σε ηλικία 17 χρόνων έγινε δεκτός στην περίφημη Κομπανία των Χαλκιάδων, δίπλα στα 5 αδέλφια του. Η κομπανία έπαιζε τα καλοκαίρια στα πανηγύρια της Ηπείρου και τους χειμώνες στην Αθήνα. Στον πόλεμο του ’40 η κομπανία διαλύθηκε, ο Τάσος Χαλκιάς πολέμησε και τραυματίστηκε ενώ το 1941 εντάχτηκε στην αντίσταση και πολέμησε από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Μεταπολεμικά, η Κομπανία των Χαλκιάδων επανασυστάθηκε και περιόδευε στα πανηγύρια της χώρας, ενώ άρχισε να δισκογραφεί στην Κολούμπια.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ταξίδεψε στην Αμερική, όπου έμεινε μέχρι το1963. Ιστορική έχει μείνει η συνάντησή του με τον «βασιλιά του σουίνγκ» Μπένι Γκούντμαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο Χαλκιάς τότε έπαιζε στο κέντρο «Αλή Μπαμπά» της 8ης Λεωφόρου στη Νέα Υόρκη. Ενα βράδυ λοιπόν επισκέφθηκε το κέντρο ο διάσημος τζαζίστας μαζί με τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Σεραφιάν. Ηθελαν κάτι ιδιαίτερο για την ταινία «Αντι», ένα δραματικό φιλμ που ετοίμαζαν. Οταν η «μποσάινα» του είπε πως ήρθε ο Γκούντμαν, ο Χαλκιάς «έσφιξε» δυο ουίσκι στην μπάρα, όπως εξομολογήθηκε αργότερα ο ίδιος, για να πάρει θάρρος και ανέβηκε στο πάλκο. Εκλεισε τα μάτια, θυμήθηκε τα δύσκολα παιδικά χρόνια του και έπαιξε μια «φαντασία». Ηταν το «Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι». Εκτοτε για τον Μπένι Γκούντμαν ο Τάσος Χαλκιάς ήταν «ο καλύτερος κλαρινίστας του πλανήτη», όπως του είπε και του έκανε δώρο δύο καλάμια και μια μπουκαδούρα για το κλαρίνο.
Εμβληματική ήταν η συνεργασία του με τον Διονύση Σαββόπουλο στο «Κύτταρο» το 1970, όταν επέστρεψε από την Αμερική. Στην αρχή εξέφρασε αντιρρήσεις: «Τι να παίξω εγώ εκεί μέσα, στους μαλλιάδες;» του είπε. Πηγαίνοντας όμως εκεί και συναντώντας τους Δόμνα Σαμίου, Χρόνη Αηδονίδη και Αριστείδη Μόσχο τα πράγματα άλλαξαν. Η νεολαία της εποχής θα συναντούσε τη δημοτική παράδοση μέσα από την τέχνη των καλύτερων πρεσβευτών της. Ο Τάσος Χαλκιάς, το «πιο γλυκό φύσημα της Ηπείρου», πέθανε το 1992 στον Πειραιά. Σύμφωνα με τα ηπειρώτικα παλιά έθιμα αλλά και με την επιθυμία του, στην ταφή του τριάντα κλαρινίστες συνάδελφοί του έπαιξαν ένα ηπειρώτικο μοιρολόι πάνω από τον τάφο του.
Πετρολούκας Χαλκιάς
«Μια σπίθα στην καρδιά η δημοτική παράδοση»
Τελευταίος αλλά εξίσου σημαντικός σολίστας του κλαρίνου είναι ο ηπειρώτης Πέτρος (Πετρολούκας) Χαλκιάς. Γεννήθηκε στην Καστάνιανη της επαρχίας Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων το 1934 και από την ηλικία των 11 χρόνων ασχολήθηκε με την τέχνη του κλαρίνου, δίπλα στον Φίλιππα Ρούντα , «το καλύτερο κλαρίνο του Ζαγορίου». Το 1960 μεταναστεύει στην Αμερική όπου θα παραμείνει 20 χρόνια.
Τέλη του 1979 επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Από εκείνη την εποχή παίζει σε γνωστά μουσικά κέντρα, σε συναυλίες, εμφανίζεται σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και συμμετέχει σε ηχογραφήσεις και δίσκους με γνωστούς καλλιτέχνες. Μειλίχιος, ευθυτενής και αειθαλής, παρά το γεγονός ότι διάβηκε τον ρουβίκωνα της 8ης δεκαετίας του, ο Πετρολούκας Χαλκιάς παραμένει μεγάλος δεξιοτέχνης του κλαρίνου, τελευταίος εκπρόσωπος μιας γενιάς αυτοδίδακτων μουσικών που σημάδεψε τη δημοτική μας παράδοση και δάσκαλος για τους νεότερους μουσικούς που ασχολούνται με το είδος. Γιατί όπως λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του: «Το όνειρό μου είναι να μεταδώσω αυτά τα παραδοσιακά τραγούδια στους νεότερους, όπως τα πήρα εγώ από τους παλιότερους. Γιατί η παράδοση είναι σαν μια σπίθα μέσα στην καρδιά μας».