Όπως είναι γνωστό, ο Διονύσιος Σολωμός, επηρεασμένος από τα πλέον χαρακτηριστικά γεγονότα, που παρατηρήθηκαν κατά τα δύο πρώτα χρόνια της Εθνεγερσίας (1821-1822) και ιδιαίτερα από τα συμβάντα κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (25 Οκτ – 31 Δεκ 1822), «έγραψε» τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» με 158 στροφές, εγκατεστημένος στο λόφο Στράνη στα περίχωρα της πόλης της Ζακύνθου.
Του Ιωάννη Κατσαβού
Αξιωματικού ΠΝ, Συγγραφέα, Ερευνητή, Ιστορικού
Συγκεκριμένα, συγκλονισμένος από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς που άκουγε από το Μεσολόγγι, αφιέρωσε 134 στίχους (88-122), περιλαμβάνοντας όχι μόνο τα διατρέξαντα στην πόλη, αλλά και τα επακόλουθα της πολιορκίας, μέχρι και τις σοβαρές απώλειες του εχθρού κατά τη διάβαση του «αγριεμένου», λόγω εποχής, Αχελώου ποταμού.
Οι στίχοι που ακολουθούν έχουν ως κάτωθι:
88
Πήγες είς το Μισολόγγι
Την ημέρα του Χριστού,
Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
Για το τέκνο του Θεού.
89
Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας,
Ή θρησκεία μ΄ένα σταυρό,
Και το δάχτυλο κινώντας
Όπου ανεί τον ουρανό,
90
Σ΄αυτό, εφώναξε, το χώμα
Στάσου ολόρθη Ελευθεριά,
Και φιλώντας σου το στόμα,
Μπαίνει μες την Εκκλησιά.
91
Εις την τράπεζαν σιμόνει,
Και το σύγνεφο το αχνό
Γύρω γύρω της πυκνόνει
Που σκορπάει το θυμιατό.
92
Αγροικάει την ψαλμωδία,
Όπου εδίδαξεν αυτή.
Βλέπει την φωταγωγία
Σ τους αγίους εμπρός χυτή.
93
Ποιοί είν΄αυτοί που πλησιάζουν
Με πολλή ποδοβολή,
Κι’ άρματ΄άρματα ταράζουν;
Επετάχτηκες εσύ.
94
Α! το φως που σε στολίζει,
Σαν ηλίου φεγγοβολή,
Και μακρόθεν σπινθηρίζει,
Δεν είναι, όχι, από την γη.
95
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
Χείλος, μέτωπο, οφθαλμός,
Φως το χέρι, φως το πόδι,
Κι΄όλα γύρω σου είναι φως.
96
Το σπαθί σου αντισηκόνεις,
Τρία πατήματα πατάς,
Σαν τον πύργο μεγαλόνεις,
Και εις το τέταρτο κτυπάς.
97
Με φωνή που καταπείθει,
Προχωρώντας, ομιλείς
Σήμερ΄, άπιστοι, εγεννήθη,
Ναι, του κόσμου ο λυτρωτής.
98
Αυτός λέγει… αφογκρασθήτε
Εγώ είμ΄ Άλφα, Ωμέγα εγώ
Πέστε που θ΄αποκρυφθήτε
Εσείς όλοι, αν οργισθώ;
99
Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
Που μ΄αυτήν αν συγκριθή
Κείνη η κάτω οπού σας έχω,
Σαν δροσιά θέλει βρεθή.
100
Κατατρώγει, ωσάν την σχίζα,
Τόπους άμετρα υψηλούς,
Χώραις, όρη από την ρίζα,
Ζώα, και δένδρα, και θνητούς,
101
Και το παν το κατακαίει,
Και δεν σώζεται πνοή,
Πάρεξ του άνεμου που πνέει
Μες τη στάχτη τη λεπτή.
102
Κάποιος ήθελε ερωτήσει
Του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποιος ειν΄άξιος να νικήση
Ή με σε να μετρηθή;
103
Η γη αισθάνεται την τόση
Του χεριού σου ανδραγαθιά,
Που όλην θέλει θανατώσει
Την Μισόχριστη σπορά.
104
Την αισθάνονται, και αφρίζουν
Τα νερά, και τ΄αγροικώ
Δυνατά να μουρμουρίζουν,
Σαν να ΄ρυάζετο θηριό.
105
Κακοροίζικοι που πάτε
Του Αχελώου μες την ροή,
Και ΄πιδέξια πολεμάτε
Από την καταδρομή,
106
Να αποφύγετε; Το κύμα
Έγινε όλο φουσκωτό
Εκεί ευρήκατε το μνήμα,
Πριν να ευρήτε αφανισμό.
107
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
Κάθε λάρυγκας εχθρού,
Και το ρεύμα γαργαρίζει
Ταίς βλασφήμιαις του θυμού.
108
Σφαλερά τετραποδίζουν
Πλήθος άλογα, και ορθά
Τρομασμένα χλυμιτρίζουν,
Και πατούν εις τα κορμιά.
109
Ποίος στο σύντροφον απλόνει
Χέρι, ωσάν να βοηθηθή
Ποίος την σάρκα του δαγκόνει,
Όσο οπού να νεκρωθή.
110
Κεφαλαίς απελπισμέναις,
Με τα μάτια πεταχτά,
Κατά τ΄άστρα σηκωμέναις
Για την ύστερη φορά.
111
Σβυέται, αυξαίνωντας ή πρώτη
Του Αχελώου νεροσυρμή,
Το χλυμίτρισμα, και οι κρότοι,
Και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
112
Έτζι ν΄άκουα να βουήξη
Τον βαθύν Ωκεανό,
Και στο κύμα του να πνίξη
Κάθε σπέρμα Αγαρινό.
113
Και εκεί πούναι η Αγιά Σοφία,
Μες τους λόφους τους επτά,
Όλα τ΄άψυχα κορμία,
Βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114
Σωριασμένα να τα σπρώξη
Η κατάρα του Θεού,
Κι απεκεί να τα μαζώξη
Ο αδελφός του Φεγγαριού.
115
Κάθε πέτρα μνήμα ας γένη,
Και η Θρησκεία, κ΄ Έλευθεριά
Μ΄αργοπάτημα ας πηγαίνη
Μεταξύ τους, και ας μετρά.
116
Ένα λείψανο αναιβαίνει
Τεντωτό, πιστομιτό,
Κι΄άλλο ξάφνου καταιβαίνει,
Και δεν φαίνεται και πλιό,
117
Και χειρότερα αγριεύει
Και φουσκόνει ο ποταμός
Πάντα πάντα περισσεύει
Πολυφλοίσβισμα και αφρός.
118
Ά! γιατί δεν έχω τώρα
Την φωνήν του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα, την ώρα
Όπου εσβυούντο οι μισητοί,
119
Τον Θεόν ευχαριστούσε
Στου πελάου την λύσσα εμπρός,
Και τα λόγια ηχολογούσε
Αναρίθμητος λαός
120
Ακλουθάει την αρμονία
Η αδελφή του Ααρών,
Η προφήτισα Μαρία,
Μ΄ ένα τύμπανο τερπνόν,
121
Και πηδούν όλαις οι κόραις
Με τς΄αγκάλαις ανοικταίς,
Τραγουδώντας, ανθοφόραις,
Με τα τύμπανα κ΄εκειαίς.
122
Σε γνωρίζω από την κόψι
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψι
Που με βία μετράει την γή.
Βιβλιογραφία:
- Ο «Ύμνος Εις την Ελευθερίαν», του Διονυσίου Σολωμού, με Σχέδια του Αλέκου Φασιανού. Τυπώθηκε στο Τυπογραφείο «ΜΑΝΟΥΤΙΟΣ» τον Ιανουάριο του 1996, για λογαριασμό της Πινακοθήκης Σύγχρονης Τέχνης Χρήστου και Σοφίας Μοσχανδρέου Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου.
2.Γενική Εφημερίς της Ελλάδος.
3.Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος -Λαρούς-Μπριτάννικα.
4.Ευαγγελάτος Χρ.: Ιστορία του Μεσολογγίου, Αθήναι 1959.
5.Κασομούλης Ν.: Ενθυμήματα Στρατιωτικά…., Αθήναι 1939.
6.Κόκκινος Διον.:Η Ελληνική Επανάστασις, Αθήναι 1967-9.
7.Μακρής Νικόλαος: Ιστορία του Μεσολογγίου, Μεσολόγγιον 1908.
8.Τρικούπης Σπ.: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1879.