
Ο Μίμης Δενδρινός έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην «Βίβλο» του τοπικού ποδοσφαίρου, όχι μόνο επειδή αγωνίστηκε στις κορυφαίες εγχώριες κατηγορίες – αλλά πρωτίστως διότι χάιδευε – αντί απλώς να κλοτσάει… την μπάλα.
Γράφει ο Ηρακλής Παπαδόπουλος
Εξετάζοντας την περίπτωση του σημερινού μας τιμώμενου προσώπου, δεν μπορούμε να μιλάμε για μια συμπτωματική πορεία. Κάθε άλλο! Γεννήθηκε για να γίνει ποδοσφαιριστής, για να ξεχωρίσει ανάμεσα στους ουκ ολίγους αστέρες της γενιάς του, για να σημαδέψει με το αξεπέραστο ταλέντο του μία ολόκληρη εποχή.
Προικισμένος με όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός γνήσιου μπαλαδόμαγκα, οξυδερκής και φινετσάτος, μπουκαδόρος και παράλληλα αλτρουιστής, φύσει νικητής, πρωταγωνιστής της Κυριακής μα και ταπεινός – συγκρατημένος, χωρίς να περιαυτολογεί, αφήνοντας τους άλλους να μιλούν για εκείνον, αφήνοντας τον κόσμο που τον έζησε από κοντά να μαρτυρά την αξία του… Εκείνος άλλωστε πάντοτε μιλούσε αποκλειστικά και μόνο εκεί που έπρεπε, εκεί που ήθελε, εκεί που όφειλε να μιλήσει – στην μπάλα – κι εκείνη θαρρείς υποταγμένη στις προσταγές του, δεν του χαλούσε ποτέ το χατήρι…
Για να του πάρεις τη μπάλα απ’ τα πόδια, έπρεπε να τον «πυροβολήσεις» εξ επαφής, για να τον αντιμετωπίσεις στα ίσα πάνω στον «ασβέστη» έπρεπε να είσαι διατεθειμένος να φας την… σκόνη του, για να τον προκαλέσεις κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, έπρεπε να είσαι – μπροστά σε αναρίθμητα μάτια – πανέτοιμος να… γελοιοποιηθείς. Αεικίνητος παίκτης, με χαμηλό κέντρο βάρους μα και υψηλό φρόνημα, λεπτοκαμωμένος μεν – με περίσσιο τσαγανό δε, ευφυής και καπάτσος, ανίκητος στο ένας εναντίον ενός, ικανότατος τόσο στη δημιουργία όσο και στο τελείωμα των φάσεων. Ο λόγος βέβαια για τον Μίμη Δενδρινό, τον σπουδαίο αυτόν καλλιτέχνη της μπάλας…
Από την Α.Ε.Μ στον Παναιτωλικό και από εκεί στην… καθιέρωση της συνείδησης του κόσμου
Γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1950 στο Μεσολόγγι και τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα τα έκανε σε ηλικία μόλις 15 χρονών, στην “Μεγάλη Κυρία” της πόλης του, την Α.Ε.Μεσολογγίου. Πρώτος του προπονητής, που όπως χαρακτηριστικά λέει «τον βοήθησε πολύ στο ξεκίνημά του» ήταν ο Χρήστος Παπαϊωάννου και συμπαίκτες του μεταξύ άλλων οι Γκούβας, Καββάγιας, Μαντζουράτος, Γκόρπας, Αντωνάτος, Καλομαμάς και ο αδερφός του ο Σάκης. Το 1969 «μετακομίζει» στο Αγρίνιο για λογαριασμό του Παναιτωλικού, που μετείχε τότε στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής. Έχοντας ως συμπαραστάτες του μία πλειάδα ισάξιων ποδοσφαιριστών (το alter ego του – Γεράσιμο Καββάγια και τους Τάκο, Παππά, Κωστόπουλο, Γαβαλά, Γκανιάτσα, Γούναρη κ.ά) γεύεται δύο ανόδους (σε Β’ και Α’ Εθνική αντίστοιχα), αποτελώντας για εκείνη την εποχή, το σημαντικότερο επίτευγμα αιτωλοακαρνάνικου σωματείου.
Το 1977 επιστρέφει στην Α.Ε.Μ, σε μία χρονιά – σταθμό –- τόσο για τους “κανονιέρηδες” όσο βέβαια και για όλο τον μεσολογγίτικο αθλητισμό, μιας και ο σύλλογος αγωνίζεται για πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα φορά, στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής. Επρόκειτο για την ομάδα – όνειρο, αποτελούμενη από μεγάλες ποδοσφαιρικές μορφές (αφοί Πασσιόπουλοι, Γαλανός, Ζήκος, Τζίλιος, Καββάγιας, Ψεύτης, Χαϊδάκης, Σταμουλακάτος, Μπαλντούμας, Μπάθας, Τσακμακίδης κ.ά). Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1980 σε ηλικία 30 χρονών, όντας ολοκληρωτικά γεμάτος από μεγάλες και έντονες ποδοσφαιρικές στιγμές. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι πέραν των τίτλων και των προσωπικών του διακρίσεων, είχε την τιμή και την χαρά να τεθεί αντιμέτωπος με ορισμένους από τους κορυφαίους Έλληνες παίκτες όλων των εποχών, όπως οι Χατζηπαναγής, Δεληκάρης, Δομάζος, Παπαϊωάννου, Κούδας, Κούης και Γαλάκος. Συνεργάστηκε επίσης με τεχνικούς αναγνωρισμένης αξίας τόσο στην Α.Ε.Μ (με Χρήστο Παπαϊωάννου και Αχιλλέα Σαββίδη), όσο βέβαια και στον Παναιτωλικό (με τον Νίκο Μπαϊρακτάρη, τον Γιώργο Χασιώτη και τον Στέφαν Μπόμπεκ).
Όσο για τα τέρματα που σημείωσε, ακόμη μνημονεύονται από τους παλιούς ποδοσφαιρόφιλους… Ο ίδιος ξεχωρίζει το χατ-τρικ στο εντός έδρας ματς της Α.Ε.Μ με τον Ηρόδοτο όπου έληξε ισόπαλο με το αγγλικό σκορ 3-3 (Β’ Εθνική, 1977-78), στο οποίο μάλιστα όπως μας υπενθυμίζει, θα μπορούσε να πετύχει και το τέταρτο – νικητήριο τέρμα, αν δεν αστοχούσε από τη βούλα του πέναλτι στις καθυστερήσεις. Άλλο ένα πανέμορφο γκολ που θυμάται, είναι από την ίδια σεζόν απέναντι στην πρώην ομάδα του – τον Παναιτωλικό (Α.Ε.Μ – Παναιτωλικός 1-1), ενώ όσο αγωνιζόταν στην Α’ Εθνική με τα “καναρίνια”, ξεχωρίζει το γκολ με σουτ – οβίδα απέναντι στον Άρη Θεσσαλονίκης (1975-76, Παναιτωλικός – Άρης 2-2) και το γκολ – ποίημα ενάντια στον Ηρακλή (στο νικητήριο 3-1 της ίδιας περιόδου). Κατά τη διάρκεια της λαμπρής καριέρας του, παρόλο που δεν αγωνίζονταν στην κορυφή αλλά στα πλάγια της επίθεσης (ως δεξιός εξτρέμ) ξεπέρασε κατά πολύ τα εκατό γκολ, ενώ σήμα κατατεθέν του, μπορούμε αναμφίβολα να πούμε ότι πέραν της πλούσιας κόμης του, ήταν και η φανέλα με το “7”, που κυμάτιζε… περήφανα στην πλάτη του.
Εκτός των… «τεσσάρων γραμμών»
Το 1980 ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο της ζωής του – αυτό της προπονητικής – αναλαμβάνοντας τα “ηνία” του Εύηνου. Θα παραμείνει στο Ευηνοχώρι ως το 1987, χτίζοντας κατά τη διάρκεια αυτής της επταετίας την «χρυσή ομάδα» που πρωταγωνίστησε στα γήπεδα της Αιτω/νίας, κατακτώντας μάλιστα και δύο διαδοχικά Πρωταθλήματα Α’ Ερασιτεχνικής Κατηγορίας. Την περίοδο 1988-89, θα έρθει η στιγμή να καθίσει στον πάγκο της Α.Ε.Μ, όντας άμεσος συνεργάτης του αείμνηστου Γιάννη Κυράστα – επί προεδρίας του αλησμόνητου Νίκου Καρανίκα. Στην “Ένωση” θα ανταποκριθεί και ως πρώτος προπονητής, παρέχοντας τις πολύτιμες υπηρεσίες του ανά τακτά χρονικά διαστήματα και μάλιστα κάποιες φορές σε ιδιαιτέρως δύσκολες για τον σύλλογο στιγμές, ενώ χρόνια αργότερα, θα αναλάβει και την «σταχτοπούτα» της πόλης του, την Αναγέννηση Μεσολογγίου.
Ο Μίμης Δενδρινός υπήρξε νυμφευμένος με την αξιαγάπητη “αρχόντισσα” του Αγρινίου Ισμήνη Σταθοπούλου, η οποία δυστυχώς έφυγε από κοντά μας το 2015. Καρποί του έρωτά τους υπήρξαν δύο εκπληκτικά παιδιά, ο Παναγιώτης και ο Ευθύμιος, αγαπητά και ιδιαιτέρως δημοφιλή πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας μας, οι οποίοι με τη σειρά τους αγωνίστηκαν επί σειρά ετών σε αρκετά σωματεία τους Μεσολογγίου. Σήμερα, διαμένει μόνιμα στο Μεσολόγγι και συνεχίζει να ενδιαφέρεται εμπράκτως όχι μόνο για τα αθλητικά, αλλά και γενικότερα για όλα τα κοινωνικά δρώμενα της πόλης του. Παραμένει αυθεντικός και ρομαντικός – απλός μα ξεχωριστός – έτσι ακριβώς όπως τον γνωρίσαμε κάποτε, όλοι εμείς… Τον ευχαριστούμε για την τεράστια συνεισφορά του εντός και εκτός του αγωνιστικού χώρου και ευχόμαστε τόσο στον ίδιο όσο και στους οικείους του, να απολαμβάνουν στιγμές χαράς και υγείας.