Στα χωριά του Ξηρομέρου οι βασικές εργασίες των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία και το μάζεμα του βελανιδιού. Αργότερα προστέθηκε και ο καπνός. Μερικά αμπέλια, λίγες ελιές, αμυγδαλιές και καρυδιές καλλιεργούσε κάθε οικογένεια για τις ανάγκες της. Σημαντική καλλιέργεια ελιάς υπήρχε στην Κανδήλα Ξηρομέρου. Όποιος δεν είχε δικές του ελιές πήγαινε σε κοντινά χωριά και σε νησιά για να μαζέψει και να πάρει το ανάλογο μερίδιο το οποίο είχε συμφωνήσει με τον ιδιοκτήτη. Από προφορικές αφηγήσεις προκύπτει ότι αρκετοί ξηρομερίτες μετακινούνταν για τη συλλογή ελιών στα νησιά Κάλαμο, Ιθάκη (Θιάκι), Καστό κ.ά.
Γράφει η Δρ Μαρία Ν. Αγγέλη
Η συγκομιδή, το μάζεμα των ελιών ήταν μια πολύ δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία. Ήταν συνήθως οικογενειακή υπόθεση και εργάζονταν όλα τα μέλη της οικογένειας και τα ζώα. Το ωράριο άρχιζε από το πρωί και διαρκούσε μέχρι το απόγευμα, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, «ήλιο με ήλιο». Οι αγρότες στην εποχή που δεν είχαν ρολόγια υπολόγιζαν το χρόνο με τη θέση του ήλιου.
Απαραίτητα εργαλεία:
Τα πανιά, τα «λιόπανα» ήταν το βασικό εργαλείο στο μάζεμα των ελιών καθώς τα άπλωναν περιμετρικά της ελιάς ώστε κατά το τίναγμα οι καρποί να συγκεντρώνονταν πάνω τους, με αποτέλεσμα να είναι πιο εύκολο το τσουβάλιασμα και πολύ λιγότερες οι απώλειες στο χώμα.
Ο λούρος ήταν Το επόμενο βασικό εργαλείο. Με αυτό το ειδικά διαμορφωμένο ξύλο τίναζαν τις ελιές από τα δέντρα.
Tα πριόνια χειρός ήταν χρήσιμα για να αποφορτώσουν τα δέντρα από περιττά κλαδιά, ώστε να έχουν ένα καλύτερο αποτέλεσμα την επόμενη χρονιά.
Τα καλάθια: Μέσα στα ξυλόπλεχτα καλάθια μαζεύονταν ο ευλογημένος καρπός της ελιάς.
Τα σακούλια: Οι γυναίκες ζώνονται στη μέση τα σακούλια τους και μαζεύουν τον καρπό που πέφτει έξω από τα λιόπανα.
Τα σακιά: Απαραίτητα ήταν και τα σακιά, τα «λιόσακα». Μετά την ημερήσια συγκομιδή οι ελιές συγκεντρώνονταν σε σακιά, «τσουβαλιάζονταν», «σακιάζονταν», για να μεταφερθούν στο χωριό στο σπίτι του παραγωγού. Και από εκεί στο ελαιοτριβείο, «λιτρουβειό», κατά το ξηρομερίτικο γλωσσάρι, για να βγάλουν το λάδι. Τα πανιά και τα υπόλοιπα εργαλεία δεν τα άφηναν το βράδυ στα χωράφια γιατί υπήρχε ο κίνδυνος κλοπής, όπως και τους καρπούς της ελιάς τους κουβαλούσαν κάθε βράδυ σπίτια τους.
Τα λαδάσκια: ήταν ασκιά κατασκευασμένα από δέρμα τράγων και σπανιότερα από γίδες. Τα χρησιμοποιούσαν, ύστερα από σχετική επεξεργασία, για μεταφορά λαδιού από το «λιτρουβειό» στο σπίτι, κι από το σπίτι στο εμπόριο. Στο κάτω μέρος ήταν «τριτσωμένα», δηλ. ραμμένα με χοντρό λινό σπάγκο. Στο επάνω μέρος υπήρχε το στόμιο (λαιμός του ζώου) και δεξιά αριστερά δύο λαβές, που σχηματιζόταν από τα μπροστινά πόδια του ζώου. Το λάδι το έριχναν χρησιμοποιώντας μεγάλο χωνί. (Κοντομίχης: 1985: 75).
Το μάζεμα των ελιών άρχιζε από τον Νοέμβριο και, την εποχή που γινόταν χειρωνακτικά, διαρκούσε αρκετούς μήνες. « Έμπαιναμε τ’ Άη Δημητριού για ελιές κι μάζωναμε μέχρι πέρα το Μάρτη…», λέει μια υπέργηρη σήμερα λιομαζώχτρα.
Οι πολλές βροχοπτώσεις από τον Αύγουστο ευνοούσαν ιδιαίτερα τα ελαιόδεντρα τα οποία ποτίζονταν και σχεδόν ανά χρόνο απέδιδαν καρπό.
Η συλλογή των ελιών αποτελούσε μια οικογενειακή εργασία στην οποία συμμετείχαν όλα τα μέλη της οικογένειας. Πολλοί ήταν εκείνοι όμως οι οποίοι είχαν πολλά στρέμματα και χρειάζονταν εργάτες. Οι εργάτες ήταν συνήθως ντόπιοι, πιο μικροί παραγωγοί οι οποίοι είχαν τελειώσει με το δικό τους μάζεμα, είχαν «απομάσει». Επίσης, κάποιοι, συνήθως από κοντινά χωριά, οι οποίοι δεν είχαν δικά τους λιοστάσια, έπαιρναν «σεμπρικά», «μισιακά» τις ελιές και μοιράζονταν το κέρδος από την πώληση του λαδιού με τους ιδιοκτήτες. Λειτουργούσε δηλαδή η εργασιακή σχέση της «σεμπριάς».
Υπήρχε καταμερισμός εργασιών στο μάζεμα των ελιών: οι γυναίκες «λιομαζώχτρες» και οι άνδρες «τιναχτάδες». Τα παιδιά επίσης συμμετείχαν βοηθητικά.
Οι άντρες «τιναχτάδες» σκαρφαλώνουν ως αίλουροι πάνω στα δέντρα. Εργάζονταν ακόμη και με κίνδυνο της ζωής τους, διότι τα παλιότερα χρόνια δεν τα κλάδευαν. Έτσι οι ελιές έπαιρναν τεράστιο μπόι. Πιο μεγάλες και από τα πλατάνια. Εκεί έπρεπε να ισορροπήσουν και να δουλέψουν. Το σώμα όλη την ημέρα πάλλεται. Ώμοι, γόνατα, μέση και χέρια από ατσάλι. Δύσκολη και επικίνδυνη εργασία.
Οι γυναίκες «λιομαζώχτρες» αναλάμβαναν μια επίσης κουραστική εργασία το μάζεμα των ελιών. Οι γυναίκες ξεκινώντας τη συγκομιδή της ελιάς από το φθινόπωρο μέχρι το χειμώνα στους ελαιώνες, μάζευαν τις ελιές που είχαν πέσει στο έδαφος και γέμιζαν τα σακούλια ή τα καλάθια τους. Στη συνέχεια, τα άδειαζαν στα σακιά. Τις μάζευαν μία μία με γρήγορες κινήσεις και με τα δύο τα χέρια. Τα χέρια μάτωναν μέσα στις πέτρες, στα αγκάθια, στα παλιούρια, όπως αφηγούνται σήμερα… Το κορμί όλη μέρα διπλωμένο προσκυνούσε στη γη. Κάθε ελιά και μια σταγόνα λάδι. Δύσκολη δουλειά, πολύ κουραστική και ιδίως τις βροχερές και κρύες μέρες του χειμώνα… Κρύο, παγωνιά, υγρασία, οι καθημερινοί σύντροφοι της εργατιάς. Τα χέρια πάγωναν, τα πόδια πιάνονταν, η λυγισμένη μέση πονούσε, το κορμί έτρεμε. Οι στίχοι αποδίδουν ποιητικά αυτή τη σκληρή εργασία του λιομαζώματος:
« κάτω από τις ίδιες στριφτόκορμες αινιγματικές ελιές.
Ιδρώτας και αίμα, σταγόνα τη σταγόνα
στη ρίζα της Αγίας πικροελιάς»
Μια αγρότισσα γυναίκα από την Κανδήλα Ξηρομέρου, η Ανθή Λύτρα, αποδίδει, με τον δικό της απλό λόγο, τη βιωμένη εμπειρία και την «τραγνία» που είχε το μάζεμα της ελιάς:
« Είμαι γεννημένη το 1935…Είχαμε 10 στρέμματα λιοστάσ(ι)α.
Άμα ήτανε 4-5 χρονών τα δέντρα τ(ι)ς μάδαγαμει με τα χέρια μας! Μετά βήκανε κάτ’ λαναράκια. Μετά, π’ μεγάλωνανε, τότε ανέβηναμει άλλος απάν’ άλλος από καταή κι τ(ι)ς τίναζαμει με το λούρο.
Τότε δεν είχαμε πανιά, έστρωναμει καταή χειράμια, ό,τ’ είχαμε απ’ το σπίτ(ι). Κοντά τ(ι)ς μάζωναμει να μην τ(ι)ς πατάμει, τ(ι)ς καθάρζαμει, έβγαναμε τ(ι)ς βάντες, τα φύλλα. Τ(ι)ς πέταγαμε στον αέρα να φύγνε τα φύλλα. Σαν αλώνισμα, όπως το στάρ,’ τις έφκιαναμει καθαρές, ούτε φύλλο μέσα, ντίπ. Τώρα βήκανε κάθε λοής μηχανήματα και τ(ι)ς τινάζνε. Έχνε ειδικά τώρα π’ τινάζνε.
Ημείς μάζωναμε, ηγώ κι ο άντρας μ’, δέκα τόν(ου)ς λάδ(ι). Το πούληγαμε. Έρχοντανε εδώ εμπόρ’ απ’ την Καλαμάτα, απ’ τη Λευκάδα, απ’ αλλού… Το πούληγαμε φτηνά τότε, μια δραχμή η οκά, μιάμισ(η) μετά… Τώρα π(ου)λάνε εδώ 7-8 ευρώ το κιλό!
Δύσκολη δλειά το μάζωμα. Δεν παίρνει περσότερο!
Πρώτον ο χειμώνας! Δεύτερο τα χέρια σ’! Παγωνιά τα χέρια μας! Χειμώνας καιρός! Τραγνία! Τι είχαμε γάντια; Είχαμε τέτοια;
Μούσκευανε τα παπούτσια μας! Η μέση μας, για δεν μπουρού να νε σκώσω τ’ μέση μ’ απάν’ τώρα! Κι έκαμα κι ενχείρησ(η). Τυραγνία ήτανε… Το να μαζεύ(ει)ς σκυμμένη ούλη μέρα, βρεμένη, μαγκφιασμένη, δύσκολο ήτανε…
Έβαναμει τα σκαλτσούνια μας, τ(ι)ς ζακέτες μας, μακριές φούστες κι είχαμε καλαθάκια κι άμα γιόμαζανε τάρχναμε μέσ’ στο τσουβάλι. Άμα τελείωναμε έφερναμε τα τσουβάλια στο σπίτ’. Με τ’ άλογα, τα γαϊδράκια μας, δεν ήτανε τρακτέρια τότε. Μετά π’ βήκανε τα τρακτέρια, έρχοντανε το τρακτέρ κι τάπαιρνε κι τάφερνε. Κι ημείς πιο ξεκούραστα ήτανε. Άι τότε να φκιάσεις φαΐ κι νάχεις φαμελιά… Κι να κβαλάς το νερό απ’ τ’ βρύση…
Το τίναμα ήτανε χειρότερο. Ήτανε δύσκολο ν’ ανεβούμε ημείς οι γυναίκες απάν’ τ(ι)ς ελιές. Ανέβαινανε οι άντρες.
Ήτανε και κάτ’ γυναίκες π’ ανέβαινανε!
Τραγνία πέραγαμε… Τώρα δεν είναι τραγνία. Πήρανε ούλοι μηχανήματα κι το βάνε απάν’ στο τρακτέρ κι τνάζνε ελιές. Έχνε κι άλλο που το πιάνει ο άνθρωπος κι τ(ι)νάζει με το μηχάνημα τ(η)ν ελιά. Σα χέρια είναι αυτό το μηχάνημα.
Τώρα καθαρίζνε τ(ι)ς ελιές με κοσκίνες. Δεν πετάνε στον αέρα…
[…] Γιόμζει ο κάμπος κόσμο τότε! Δεν έφευγανε τα παιδιά για τ(η)ν Αθήνα… (Προφορική αφήγηση της Ανθής Λύτρα, 24/11/2023).
Οι αγρότισσες ήταν σκληραγωγημένες. Δεν ήταν η μόνη άλλωστε σκληρή εργασία την οποία αναλάμβαναν. Δε βαρυγκωμούσαν ποτέ. Δούλευαν ασταμάτητα μιλώντας ταυτόχρονα και πολλές φορές τραγουδώντας, παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια. Έτσι απάλυνε ο μόχθος της εργασίας.
Οι εργάτριες, «αργάτ(ι)σσες», κυρίως τα νέα κορίτσια, είχαν μια ευκαιρία να βγουν από το σπίτι, να κάνουν κάποιες γνωριμίες και φιλίες. Ακόμη, στο λιομάζωμα έγιναν και πετυχημένα προξενιά, κατά τα έθιμα της εποχής. Δημιουργήθηκαν και ειδύλλια που πολλές φορές κατέληγαν σε γάμο.
Mετά το μάζεμα, ακολουθούσε το καθάρισμα από τα φύλλα και τα κλαδάκια που είχαν ανακατευτεί με τις ελιές. Κυρίως οι γυναίκες με τα χέρια αναλάμβαναν το καθάρισμα και τη διαλογή των ελιών. Είχαν περισσότερη υπομονή και ευκινησία από τους άνδρες. Σε κάποια μέρη γινόταν το λίχνισμα των ελιών στο οποίο βοηθούσε το φύσημα του αέρα.
Διατροφή: Η γυναίκα επίσης, φρόντιζε τη λιτή διατροφή της οικογένειας στο λιοστάσι. Η διατροφή στο μάζεμα των ελιών ήταν συνήθως λάδι, ψωμί, ελιές, τυρί, κρεμμύδι, λαχανόπιτα, κονσέρβες, όσπρια, σαρδέλες παστές και καμιά ρέγγα για ψήσιμο.
Αυτό που χαρακτήριζε την όλη διαδικασία του μαζέματος, ήταν η μεγάλη κούραση και η ταλαιπωρία, καθώς οι συχνές βροχοπτώσεις κατά τους χειμερινούς μήνες καθιστούσαν το μάζεμα των ελιών για μέρες αδύνατον. Το αποτέλεσμα όμως ήταν αυτό που δικαίωνε τους εργαζόμενους, καθώς το λάδι ήταν και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μεσογειακής διατροφής.
Οι «λαδάδες»: Το λάδι παλιά, έλεγε ο πατέρας, το αποθήκευαν σε «ασκιά», κατασκευασμένα από τομάρια μεγάλων ζώων, όπως τράγων και κριαριών. Το μετέφεραν με άλογα ή μουλάρια και με κάρα. Περνούσαν τότε και στα χωριά του Ξηρομέρου, λαδέμποροι, «λαδάδες» με φορτωμένα ασκιά και πωλούσαν λάδι. Αργότερα το μετέφεραν σε δοχεία λαδιού, τους τενεκέδες, τα λεγόμενα «παφίλια».
Με το «νιο» το λάδι συνήθιζαν να παρασκευάζουν τον παραδοσιακό χαλβά του Ξηρομέρου. Θυμάμαι, η γειτόνισσά μας Μυγδάλω Μπακογιάννη, με το λάδι που έφερναν από την Κανδήλα όπου μάζευαν ελιές, έκανε τον «αλευρίσιο» χαλβά, με αλεύρι, ζάχαρη και λάδι. Μας σέρβιρε στο τζάκι που κάναμε τα λεγόμενα «νυχτέρια». Εμείς ευχόμασταν: «Καλοφάγωτο» το νέο λάδι!
Ο Πανταζής Κοντομίχης γράφει σχετικά με τη συγκομιδή της ελιάς στη γειτονική Λευκάδα: «Το μάζεμα της ελιάς άρχιζε από το Νοέμβρη και ήταν κυρίως δουλειά των γυναικών, εκτός από το τίναγμα που ήταν και είναι, κοπιώδες προνόμιο των ανδρών. Το μάζεμα γινόταν περπατητά και σκυφτά και πάντα από κάτω. Κουραστική εργασία που υποχρέωνε τις μαζώχτρες να ψάχνουν με τα χέρια τους ανάμεσα από αγκαθωτές πέτρες και λογής – λογής θάμνους… Ο καρπός ριχνόταν σε ποδοσάκκουλα και μικρά καλάθια που τ’ άδειαζαν ύστερα σε σακκιά λιναρίσια τα λεγόμενα λιοσάκκια…
Σαν τελείωνε η συγκομιδή έβλεπε κανείς για αρκετό καιρό, κάτω από τα τιναγμένα λιόδεντρα, σκόρπιες ξένες γυναίκες, να μαζεύουν τα απομεινάρια της σοδειάς. Ήταν οι σπρολογήστρες, όπως τις έλεγαν, που μάζευαν τα αποξεχασμένα σπυριά. Ήταν οι πιο φτωχές γυναίκες του χωριού…» (Πανταζή Κοντομίχη «Τα Γεωργικά της Λευκάδας», εκδόσεις Γρηγόρη).
Στα χωριά του Ξηρομέρου δεν αναφέρονται γυναίκες «σπρολογήστρες», όπως λέγονταν στη Λευκάδα, «ραντολοΐστρες», όπως λέγονταν στην Κρήτη (Δερμιτζάκης, 1995: 51), κάτι ανάλογο δηλ. με τις σταχομαζώχτρες του Παπαδιαμάντη.
Οι αλλαγές: Κατά τη δεκαετία του 1970 η χρήση των πλαστικών διχτυών περιόρισε σημαντικά το εργατικό δυναμικό. Αυτά τα δίχτυα χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα. «Μοιάζουν με τα ψαράδικα, μόνο που έχουν πιο μικρές τρύπες, για να μην περνάνε οι ελιές ανάμεσα. Είναι πιο ελαφρά και πιο βολικά και γρήγορα στο στρώσιμο» (Δερμιτζάκης, 1995 : 51).
«Γύρω στο 70 εμφανίστηκαν κάτι ραβδιστήρια σαν τσουγκράνες, με κοντό χέρι πλαστικά. Ελάχιστοι τα χρησιμοποίησαν […].Στις αρχές της δεκαετίας του 80 εμφανίστηκαν τα επαναστατικά ραβδιστικά μηχανήματα…» (Δερμιτζάκης,1995:51). Αυτά τα ραβδιστικά μηχανήματα έχουν πολύ μεγάλη απόδοση και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα από τους ελαιοπαραγωγούς.
Τα χειροποίητα παραδοσιακά καλάθια και τα σακούλια αντικαταστάθηκαν από τα πλαστικά δοχεία και τελάρα. Οι ελιές δεν κουβαλιούνται πια με τα ζώα, αλλά με αγροτικά αυτοκίνητα. Το καθάρισμα και η διαλογή των ελιών γίνεται με ειδικό μηχάνημα, που κάνει πιο σωστή και αποδοτική τη διαδικασία…
Για εργατικό δυναμικό οι κτηματίες ελαιόδεντρων προσφεύγουν σε μισθωτούς εργάτες, κυρίως αλλοδαπούς. Οι περισσότεροι, στα χωριά του Ξηρομέρου, είναι Αλβανοί μετανάστες.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και τα νέα δεδομένα στη γεωπονική, έκαναν τη ζωή και την παραγωγή, πιο εύκολη και πιο αποδοτική. Οι λιομαζώχτρες απελευθερώθηκαν από τη σκληρή και πολύμηνη εργασία του μαζέματος.
Ως επίλογο αντιγράφω το ποίημα του Ν. Βρεττάκου:
«Η Λιομαζώχτρα»
από «Το Απογευματινό Ηλιοτρόπιο», 1976 (Διογένης)
«Με τη σκάλα στον ώμο, ανάμεσα στις ελιές, επέρασε
το φάντασμά της. Ήταν η μάνα μου, τη γνώρισα
απ’ το τσεμπέρι της που σάλευε λυμένο, από τα χέρια
κι από τη δέσμη του φωτός που απόπνεε το χαμόγελό της.
Η ώρα, το χώμα, ο γνώριμος κυματισμός του εδάφους
ταίριαζαν με την παρουσία της. Τη φώναξα χωρίς
αμφιβολία καμιά. εκείνη με χαιρέτησε
μ’ ένα νόημα αέρινο. Πάτησε έπειτα στα νύχια,
πήρε ν’ ανυψώνεται. Διάσχιζε τον αέρα
προς τον ουρανό, όπως ήταν, με τη σκάλα της.
(Κάθε τέτοια εποχή, απλώνει τα λιοπάνια της
και τα ξαναμαζεύει. Έρχεται και βοηθάει τη γη.)»
Πηγή: mpampiini.blogspot.com