Τα Συμβούλια Κοινότητας αποτελούν το κοντινότερο αιρετό σώμα στον πολίτη. Θεσμός της Αυτοδιοίκησης Α’ βαθμού υποτιμημένος εξαιτίας της έλλειψης αποφασιστικών αρμοδιοτήτων και πόρων. Και όμως, οι Κοινοτικοί Σύμβουλοι είναι δίπλα στα μέλη της Κοινότητας τους και έχουν αμεσότερη σύνδεση ακόμη και από τα Δημοτικά Συμβούλια.
Γράφουν:
Όλγα Δασκαλή – Πρόεδρος Συμβουλίου Κοινότητας Μεσολογγίου
Παναγιώτης Λύρας – Πρόεδρος Συμβουλίου Κοινότητας Καλαμάτας
Τα μέλη των Κοινοτικών Συμβουλίων αλληλεπιδρούν στενά στις τοπικές τους Κοινότητες, μοιράζονται καθημερινές εμπειρίες και αντανακλούν τις αξίες, τις ανάγκες, ακόμα και τις φιλοδοξίες των τοπικών Κοινοτήτων για την οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και πολιτιστική ευημερία του τόπου. Είναι η φωνή τους, ο σύνδεσμος τους με τη διοίκηση και τις υπηρεσίες κάθε Δήμου.
Η ξεχωριστή εκλογή των Κοινοτήτων στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές ενεργοποίησε το ενδιαφέρον για τον τόπο και ανέδειξε μια νέα γενιά αυτοδιοικητικών, μακριά από κομματικές ή δημαρχο-παραταξιακές λογικές. Μια γενιά που υποστηρίζει τον ουσιαστικό ρόλο των Κοινοτήτων για εγγύτητα, διαβούλευση και λήψη αποφάσεων βασισμένη στη βούληση των πολιτών.
Η διεθνής πρακτική και η καθημερινότητα της ελληνικής επαρχίας δείχνουν ότι η ανάπτυξη μιας περιοχής εξαρτάται από την ικανότητα της να μετατραπεί σε χώρο διαβούλευσης και να οργανώσει δικτυώσεις οι οποίες μπορούν να επιτρέψουν στους δρώντες – κατοίκους της να σχεδιάσουν την αξιοποίηση των πόρων σε επίπεδο περιοχής (κοινοτικό και διακοινοτικό). Άλλωστε, η συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων οδηγεί σε ασφαλέστερες κοινωνίες: κοινωνίες συνοχής, συνεργασίας και συμβίωσης.
Η απορροφητικότητα των σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων παραμένει χαμηλή ενώ όσα κονδύλια απορροφούνται, δεν έχουν αντανάκλαση στην τοπική κοινωνία. Οι ανάγκες δεν ορίζονται από κάτω προς τα πάνω, αλλά ακολουθείται η λογική “τι μπορούμε να εντάξουμε σε κάθε πρόγραμμα” χωρίς ιεράρχηση αναγκών και έργων. Ταυτόχρονα, παραγκωνίζεται η βούληση των τοπικών κοινωνιών στη διαμόρφωση της στρατηγικής του τόπου.
Πλέον οι ελληνικές πόλεις είναι δύο ταχυτήτων. Αυτές που πρόλαβαν και αξιοποίησαν όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία και αυτές που δεν κατάφεραν να απορροφήσουν σχεδόν τίποτα και βρίσκονται με υποδομές του 1980 για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες του σήμερα. Παράλληλα τα χωριά ανάλογα με τον Δήμο στον οποίο βρέθηκαν είχαν την ίδια τύχη. Άλλα έχουν καταφέρει να συνδέσουν το τοπικό αγροτικό προϊόν με την μεταποίηση και τον τουρισμό προσφέροντας απασχόληση σε νέους πέρα των όσων ασχολούνται με την γεωργία και άλλα έχουν αποδεκατιστεί δημιουργώντας τοπία ερημοποίησης.
Πολλά χρηματοδοτικά εργαλεία αξιοποιούνται από υπηρεσίες Περιφερειών ή Υπουργείων, εντούτοις τα αποτελέσματα των έργων δεν φτάνουν στην τοπική κοινωνία. Οι συντελεστές του έργου απέχουν από τον τόπο εφαρμογής πολλά χιλιόμετρα και η γνωριμία με τους κατοίκους και τις ανάγκες τους είναι σύντομη και με βάση τις ανάγκες του έργου. Ο ντόπιος δεν έχει τον χρόνο να εκφραστεί, τον χώρο να δράσει και τους πόρους να αξιοποιήσει, όμως βρίσκεται κάθε φορά να δέχεται καταιγισμό πληροφοριών και έργων που κάνουν άλλοι για αυτόν χωρίς αυτόν.
Ο ρόλος των τοπικών κοινωνιών και εν γένει των Κοινοτήτων ως διοικητική δομή στη συνάντηση της οικονομίας με την ζώσα κληρονομιά είναι κομβικής σημασίας για μια ουσιαστική ανασυγκρότηση. Η κάθε είδους “κοινότητα” πραγματώνει τους σκοπούς της μόνο όταν μπορεί να εξασφαλίσει την ενεργή συμμετοχή των μελών της στη λήψη των αποφάσεων. Όταν η διαμόρφωση των πολιτικών είναι αποτέλεσμα εμπλοκής των πολιτών στις δημοκρατικές διαδικασίες, τότε μπορούμε να μιλάμε για συμμετοχή.
Συμπεραίνουμε ότι ο αιρετός εκπρόσωπος, είναι επιλογή ζωής αφού διαλέγουμε αυτόν που μας εκπροσωπεί στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, αυτόν που μεριμνά για τα καθημερινά μας (ύδρευση, αποχέτευση, δρόμοι, σχέδια πόλης) αυτόν που θα διαχειριστεί κονδύλια για τα σχολεία, την πρωτοβάθμια υγεία, την ανεργία, την κοινωνική πρόνοια, αυτόν που θα συντάξει το στρατηγικό σχέδιο της περιοχής μας, αυτόν που θα μας εκπροσωπήσει σε διοικητικά συμβούλια, θα προχωρήσει ή μη σε διαβουλεύσεις. Αυτόν που θα ακούσει ή όχι τη γνώμη μας.
Με τις προωθούμενες αλλαγές για τον εκλογικό νόμο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης συγκρούονται δύο φιλοσοφίες, της συγκέντρωσης και της αποκέντρωσης. Η “ενός ανδρός αρχή” και “η βούληση των κατοίκων ενός τόπου”.
Οι Κοινότητες κάτω των 300 κατοίκων χάνουν την δυνατότητα ενιαίας λίστας υποψηφίων και υποψήφιος είναι μόνο ένας, ο εκλεκτός κάθε υποψήφιου Δημάρχου. Αντίστοιχα σε μεγαλύτερες πληθυσμιακά Κοινότητες, εκλέγονται αυτοί που είναι στο ψηφοδέλτιο του εκλεγέντος Δημάρχου και ας μην έχουν την πλειοψηφία στην Κοινότητα τους. Χωρίς αιτία καταργούνται τα Συμβούλια Κοινότητας στην Αττική (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων). Η ξεχωριστή εκλογή-κάλπη καταργείται χωρίς αιτιολογία και επιστρέφουμε δεκαετίες πίσω, εκεί που η τοπική αυτοδιοίκηση ακολουθούσε κομματικές γραμμές.
Το υπό κατάθεση νομοσχέδιο στερεί ουσιαστικά δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι, δημόσιο χώρο και λόγο υποβαθμίζοντας την τοπική δημοκρατία μετατρέποντας τους πολίτες σε ψηφοφόρους χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής και τους Κοινοτικούς Συμβούλους σε ψηφοσυλλέκτες των υποψηφίων Δημάρχων.
Η προσπάθεια κάθε μεταρρύθμισης στο διοικητικό σύστημα μιας χώρας οφείλει να διασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και συμμετοχικότητας. Δυστυχώς, είκοσι χρόνια μετά την εφαρμογή του νόμου “Καποδίστριας”, δέκα χρόνια μετά τον “Καλλικράτη” και μόλις δύο χρόνια από τον “Κλεισθένη Ι”, η πολυπόθητη αυτονομία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης παραμένει ανεκπλήρωτη και οι θεσμοί της βραχίονες πολιτικών και κομματικών σχεδιασμών. Η Κοινότητα είναι θεσμός και δεσμός, που ενώνει δυνάμεις δημιουργίας και αλληλεγγύης, αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της Αυτοδιοίκησης, το κύτταρο συμμετοχής στα κοινά και το θεμέλιο της κοινωνίας των πολιτών.