Πολέμησε στα βουνά της Ηπείρου το ’40, ήταν συμφοιτητής του Χορν και κολλητός του Λογοθετίδη, ενώ έμεινε αξέχαστος για τους ιδιαίτερους ρόλους του.
Συμμαθητής του Χορν και της Μελίνας, ο συνήθης ύποπτος των ταινιών του Λογοθετίδη ήταν ένας ηθοποιός παντός καιρού που συνήθιζε άλλοτε το ελληνικό κοινό να βλέπει παντού.
Ο Πρωτοπαππάς, ο οποίος είχε καταγωγή από το Μεσολόγγι, διακρινόταν βέβαια για το ήθος και το ταλέντο του και όλοι τον ήθελαν στο καστ των ταινιών τους, κάτι που αποκαλύπτουν τόσο οι δεκάδες τίτλοι που έχει στο ενεργητικό του όσο οι συναπτές δεκαετίες της κινηματογραφικής και θεατρικής του δράσης.
Υπήρχαν εξάλλου εποχές που Λογοθετίδης δεν νοούνταν χωρίς Πρωτοπαππά, με τον ίδιο τρόπο που δεν νοούνταν δηλαδή και χωρίς Λιβυκού. Οι δυο άντρες συνδέονταν με βαθιά φιλία και διπλή μάλιστα κουμπαριά και εμφανίστηκαν λίγο-πολύ παντού μαζί, τόσο σε πανί όσο και σανίδι.
«Ένας ήρως με παντούφλες», «Σάντα Τσικίτα», «Η Κάλπικη λίρα», «Ο ζηλιαρόγατος», «Δεσποινίς ετών 39», όπου έπαιξε ο ένας, έπαιξε και ο άλλος. Ο Πρωτοπαππάς δεν εξαντλήθηκε ωστόσο στη συνεργασία με τον Λογοθετίδη, καθώς έπαιξε σε αμέτρητα ακόμα φιλμ και θεατρικά δίπλα σε όλα τα ιερά τέρατα της εγχώριας σκηνής.
Αριστούχος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, ο Πρωτοπαππάς προσέφερε για 50 ολόκληρα χρόνια στο θέατρο και τον κινηματογράφο το ταλέντο, την ευαισθησία και τη μεγάλη υποκριτική του παιδεία. Και για να το κάνει αυτό, αψήφησε τον δικαστικό πατέρα του που τον ήθελε δικηγόρο, αψήφησε την εποχή την ίδια και την πείνα για να γίνει αυτό που πρόσταζε η καρδιά του: θεατρίνος.
Ποιος να τον ξεχάσει στο «Ένα βότσαλο στη λίμνη» να λέει μεγαλόστομα «Όλοι πάμε από κάτι, από καρδιά, από συκώτι … εγώ ας πάω από γυναίκα!»; Ή όταν κηρύσσει στην «Κάλπικη λίρα» πως «Όταν έχεις λεφτά, Ανάργυρε, μπορείς να αφήσεις τη συνείδησή σου να κοιμάται μόνη της κι εσύ να κοιμάσαι με την καλύτερη ερωμένη»;
Ο Πρωτοπαππάς ήταν σαφώς περισσότερα από τους σύντομους, αν και χαρακτηριστικούς, δεύτερους ρόλους του σε κλασικά φιλμ της ελληνικής κινηματογραφίας. Το μαρτυρούν αυτό οι πέντε σχεδόν δεκαετίες της αξιοσέβαστης θεατρικής του δράσης…
Πρώτα χρόνια
Ο Βαγγέλης Πρωτοπαππάς γεννιέται το 1917 στην Τήνο, έχοντας καταγωγή από το Μεσολόγγι. Ο πατέρας του Δημήτρης ήταν πρωτοδίκης και βουλευτής αργότερα και είχε μεγάλα όνειρα για τον γιο του, θέλοντας να τον καμαρώσει δικηγόρο και, γιατί όχι, ανώτερο δικαστικό στη συνέχεια.
Κι έτσι ολοκληρώνοντας το σχολείο στην Τήνο, ο γερός στα μαθήματα Βαγγέλης γίνεται δεκτός στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γράφεται λοιπόν στο πρώτο έτος, αν και εκείνος έχει σαφώς άλλα σχέδια στον νου του. Το 1937, όντας ακόμα φοιτητής της Νομικής, γίνεται δεκτός στη δραματική του Εθνικού Θεάτρου ως άλλο ένα εξαιρετικό ταλέντο της υποκριτικής!
Εγκαταλείπει άμεσα τη φοίτηση στα πανεπιστημιακά έδρανα για χάρη της τέχνης, κάτι που όσο να πεις θα φέρει γκρίνια στο μεγαλοαστικό σπιτικό. Η γκρίνια θα κοπάσει σύντομα, καθώς το 1938 ο Βαγγέλης θα κληθεί να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, πολεμώντας με ανδρεία κατά το Έπος του 1940 στα βουνά της Ηπείρου.
Για τη στρατιωτική του δράση θα παρασημοφορηθεί μάλιστα με τον Σιδηρούν Σταυρό εξαιρέτων πράξεων, όντας πια ήρωας πολέμου. Το 1942 ολοκληρώνει τελικά τις υποκριτικές του σπουδές, μετά το μακρύ διάλειμμα για τη μαμά πατρίδα, όντας ανάμεσα στους δέκα πρώτους της χρονιάς του. Από τα χρόνια της δραματικής θα κάνει μάλιστα και δυο καλούς φίλους, κάποιον Τάκη Χορν και κάποια Μελίνα Μερκούρη, αμφότεροι συμφοιτητές του!
Καριέρα
Ο βαρύς χειμώνας και η μεγάλη κατοχική πείνα της Αθήνας το 1942 θα βρουν τον Πρωτοπαππά ζεν πρεμιέ στον σπουδαίο θίασο της Κοτοπούλη, εκεί που λειτουργούσε μέχρι το 1947ως καλλιτεχνικός διευθυντής ο Βασίλης Λογοθετίδης Ο Βαγγέλης θα κάνει το ντεμπούτο του την ίδια χρονιά στη μουσική κωμωδία «Αλάτι και Πιπέρι», θα κάνει όμως και έναν φίλο καρδιακό.
Η 45χρονη μητέρα του Πρωτοπαππά πέθανε από την πείνα και τις κακουχίες το 1942 και η καταραμένη φτώχεια δεν επέτρεπε ούτε μια σωστή κηδεία. Καταρρακωμένος και χωρίς λύση στο δράμα του, ο Βαγγέλης στρέφεται στον νέο του φίλο για βοήθεια. Ο Λογοθετίδης του δανείζει μια χρυσή λίρα για να πληρώσει τα έξοδα της κηδείας, βάζοντας τις βάσεις για μια από τις πιο δυνατές φιλίες του εγχώριου καλλιτεχνικού στερεώματος.
Οι δυο άντρες θα συνεργαστούν αδιαλείπτως από το 1947-1960, όταν και θα αφήσει ο Λογοθετίδης την τελευταία του πνοή στο καμαρίνι του «Τελευταίου τίμιου». Αυτό θα ήταν το τέλος μιας σχέσης ζωής που θα σφραγιζόταν με διπλή κουμπαριά αλλά και αποκλειστική καλλιτεχνική συνεργασία.
Σε μια περιοδεία εξάλλου με τον Λογοθετίδη στην Κωνσταντινούπολη ήταν που θα γνώριζε ο Βαγγέλης τη μετέπειτα σύζυγό του, Αντωνία Δραγάτση, την οποία θα παντρευτεί τον Δεκέμβριο του 1953 με κουμπάρο, ποιον άλλο, τον Βασίλη Λογοθετίδη. Ο οποίος βάφτισε και τον μοναχογιό του Πρωτοπαππά τον Σεπτέμβριο του 1956. «Κακό πράγμα η μαγκουφιά», παραδέχεται εξάλλου ο ηπίων τόνων Βαγγέλης στη «Δεσποινίς ετών 39», υποδυόμενος το γεροντοπαλίκαρο: «Ας ελπίσουμε ο Θεός που φροντίζει τα πετεινά του ουρανού να φροντίσει και για τους μαγκούφηδες».
Οι δυο άντρες συνδέονταν με βαθιά φιλία, την οποία ξεχνούσαν ωστόσο όταν έπαιζαν σκάκι, γεννώντας έτσι μια από τις θρυλικότερες κόντρες του ελληνικού θεάτρου! Αμφότεροι καλοί σκακιστές, ήταν εξίσου εγωιστές, κι έτσι κανείς τους δεν ήθελε να χάνει για κανέναν λόγο. Αφήνοντας το σκάκι και τις έριδές τους κατά μέρος, Λογοθετίδης και Πρωτοπαππάς εμφανίζονταν δίπλα-δίπλα σε θεατρικά και ταινίες, όργωναν Ελλάδα, Αμερική και Ευρώπη και γνώριζαν τις δικές τους δόξες. Ο Βαγγέλης παρέμεινε στο Θέατρο Κοτοπούλη ως το 1947, παίρνοντας μέρος σε ιστορικές παραστάσεις του τόπου μας, όπως τα έργα «Άνδρας, γυναίκα, διάβολος», «Ψεύτης και καλόγρια», «Η πιο χαρούμενη ώρα σου», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» κ.ά.
Από το 1947-1958 συνεργάστηκε με τον Θίασο Κατερίνας-Λογοθετίδη πια, παίζοντας στα έργα «Έξυπνοι και κουτοί», «Ένας ήρωας με παντούφλες», «Ένας βλάκας και μισός» και τόσα ακόμα. Μετά τον θάνατο του Λογοθετίδη, πήρε μέρος στον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου ως το 1962, ανεβάζοντας μερικές ακόμα μυθικές παραστάσεις, αλλά και στο Εθνικό Θέατρο για σειρά ετών κατόπιν, σφραγίζοντας τις μεγάλες παραγωγές του «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», «Πλούτος», «Σφήκες» κ.λπ.
Με τον επίσης καλό του φίλο Τάκη Χορν θα συνεργαζόταν τον Ιούνιο του 1962 στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζηδάκι. Ο Πρωτοπαππάς έγινε κάποια στιγμή και συνθιασάρχης (με τη Χριστίνα Σύλβα), οργώνοντας την Ελλάδα και το εξωτερικό τη σεζόν του 1962-1963, το 1964 τον κάλεσε ωστόσο κοντά του ο επίσης συμμαθητής του στη δραματική Αλέξης Σολομός, σκηνοθέτης πια του Εθνικού Θεάτρου.
Τα επόμενα 13 χρόνια θα τα περάσει στη μεγάλη οικογένεια του Εθνικού, παίρνοντας μέρος σε έργα-ορόσημα του κλασικού ρεπερτορίου αλλά και του αρχαίου δράματος. Όσο κι αν στο σινεμά περιορίστηκε σε δεύτερους ρόλους, στο σανίδι ήταν μεγάλος πρωταγωνιστής, αποσπώντας τον θαυμασμό, το χειροκρότημα του κοινού αλλά και διθυραμβικές κριτικές.
Πρωταγωνιστής του Εθνικού έγινε ήδη από τη σεζόν 1964-65, όταν πρωταγωνιστεί στη θρυλική παράσταση «Ντόνα Ντιάνα» αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές. Τα 13 χρόνια του στο Εθνικό θα μετρούσαν καλλιτεχνικούς και εμπορικούς θριάμβους, με τον Πρωτοπαππά να ερμηνεύει Μολιέρο, Γκολντόνι, Πιραντέλο, Σαίξπηρ, αλλά και αρχαίους δραματουργούς και Αριστοφάνη φυσικά, όντας μόνιμος ένοικος Ηρωδείου και Επιδαύρου.
Όσοι πρόλαβαν τις ερμηνείες του στις αριστοφανικές κωμωδίες παραμιλούσαν για το πόσο καλός ήταν στον ρόλο του! Το 1976 έγινε μάλιστα καλλιτεχνικός διευθυντής του «Άρματος Θέσπιδος», της προσπάθειας αναβίωσης του θρυλικού λυόμενου φορητού θεάτρου του Εθνικού που πρωτολειτούργησε από το 1937-1941. Ο Πρωτοπαππάς ανέβασε εξαιρετικά έργα νεοελλήνων δραματουργών, θέλοντας να φέρει σε επαφή το κοινό της επαρχίας με το καλό θέατρο. Επίσης, υπήρξε για σειρά ετών διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Άργους.
Οι πλατιές μάζες και οι μεταγενέστεροι θα τον γνώριζαν όμως από το μεγάλο πανί. Ο Βαγγέλης θα κάνει το ντεμπούτο του στο σινεμά το 1947 στην ταινία «Μαρίνα» της Φίνος Φιλμ. Μέχρι το 1966, όταν θα ολοκληρωθεί η πρώτη του κινηματογραφική καριέρα, θα έχει παίξει σε περισσότερες από 20 ταινίες.
Ξεχωρίζουν φυσικά τα διαμαντάκια του Λογοθετίδη, στα οποία εμφανιζόταν ανελλιπώς και ο Πρωτοπαππάς, αλλά και μερικά ακόμα κλασικά φιλμ του καιρού: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948), «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1952), «Σάντα Τσικίτα» (1953), «Δεσποινίς ετών 39» (1954), «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά» (1954), «Η κάλπικη λίρα» (1955), «Ο ζηλιαρόγατος» (1956), «Δελησταύρου και υιός» (1957), «Ένας ήρως με παντούφλες» (1958), «Ο σκληρός άντρας» (1961), «Ο ατσίδας» (1962), «Παλικαράκια της παντρειάς» (1963), «Ο καμπούρης» (1966) κ.ά.
Εξίσου μακρά και εκτεταμένη ήταν και η παρουσία του στο ραδιόφωνο, μέσα από το Θέατρο της Δευτέρας, αλλά και το γυαλί. Ο Πρωτοπαππάς συμμετείχε σε αμέτρητες τηλεοπτικές σειρές. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα σίριαλ «Ονειροπαρμένος» (1973 – ΥΕΝΕΔ), «Αναμορφωτήριον» (1973 – ΥΕΝΕΔ), «Λεηλασία μιας ζωής» (1978 – ΕΡΤ), «Οι παραστρατημένοι» (1979 – ΕΡΤ), «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού» (1979 – ΥΕΝΕΔ), «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του» (1985 – ΕΡΤ2) κ.λπ. Μέχρι το 1993 και το «Σας έπιασα στα πράσα» (ΕΡΤ1), είχε παίξει σε καμιά τριανταριά σειρές!
Εξίσου εκτεταμένη ήταν και η παρουσία του τόσο στον κινηματογράφο της δεκαετίας του 1980 (ως τα μέσα της δεκαετίας) όσο και στη μόδα της βιντεοκασέτας. Άλλοι πενήντα περίπου τίτλοι θα προστεθούν στο πλούσιο βιογραφικό του αυτή την εποχή, άλλοι στο σελιλόιντ και άλλοι στη μαγνητοταινία, αν και πλέον λίγη σημασία είχαν για τον μεγάλο πρωταγωνιστή του Εθνικού.
Σε μια άγνωστη πλευρά της ζωής του, ο γνωστός ηθοποιός καταπιανόταν ιδιαιτέρως με τη ζωγραφική, αφήνοντας πλούσιο έργο και εδώ. Ο Βαγγέλης Πρωτοπαππάς έφυγε από τον κόσμο στις 21 Μαΐου 1995 χτυπημένος από τη Νόσο του Αλτσχάιμερ. Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Καλλιθέας.
Από τη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr