Η κυρά-Βγένα ή Παναιτωλικό βρίσκεται στα σύνορα με την Ευρυτανία και θεωρείται το πιο εκτεταμένο βουνό της Στερεάς Ελλάδας.
Αποτελεί ένα πολυσχιδές ορεινό συγκρότημα με πολλές κορυφές, μεγάλα δάση, πανέμορφους καταρράκτες, πολύβουα ρέματα και γραφικά χωριά, που αναπαύονται στις πλαγιές του.
Στην Δυτική Στερεά Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αιτωλία και Ακαρνανία οι απέραντες πεδιάδες της αυλακώνονται από μεγάλα ή μικρά ποτάμια, στολίζονται με λίμνες και ατενίζονται από βουνά, το υψηλότερο των οποίων είναι η κυρά-Βγένα ή Παναιτωλικό.
Αν και όχι πολύ γνωστό το βουνό αυτό, με υψόμετρο 1924μ., αποτελεί ένα πολυσχιδές ορεινό συγκρότημα με πολλές κορυφές, μεγάλα δάση, πανέμορφους καταρράκτες, πολύβουα ρέματα και γραφικά χωριά ή οικισμούς, που αναπαύονται στις πλαγιές του.
Ευρισκόμενο στα σύνορα με την Ευρυτανία είναι το τελευταίο του πλήθους των βουνών που ως αλλεπάλληλα ακίνητα κύματα έρχονται από τον Βορρά και σταματούν ακριβώς πάνω απ’ τον κάμπο της Αιτωλίας, τον οποίον θαρρείς ότι προστατεύουν και απειλούν ταυτόχρονα.
Διαβάστε σχετικά: Παναιτωλικό όρος: Ο «Όλυμπος» της Αιτωλίας
Το Παναιτωλικό δικαίως θεωρείται το πιο εκτεταμένο βουνό της Στερεάς Ελλάδας. Στα νότια φθάνει μέχρι την λίμνη Τριχωνίδα και τον ποταμό Εύηνο. Στα Βόρεια ο Κρικελοπόταμος το χωρίζει από τα βουνά Καλιακούδα και Χελιδόνα και στα Βορειονατολικά από την Οξυά.
Στα δυτικά οι πλαγιές του πέφτουν μέχρι τον κάμπο του Αγρινίου και τον Αχελώο.
Ο βασικός κορμός του απέραντου αυτού ορεινού συγκροτήματος, που σαν διάδημα στεφανώνει την Αιτωλία, ξεκινά από ανατολικά προς δυτικά με τις κορυφές Πλατανάκι (1780μ.), Δίκορφο (1720μ.), Τριανταφυλλιά (1819μ.), Τούμπα (1684μ.), Αραποκέφαλα (1606μ.) και ενώνεται στα δυτικά με ένα άλλο κλάδο που με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο έχει τις κορυφές Κούτουπας (1795μ.), Νεραϊδοβούνι (1749μ.), Καταβόθρα (1754μ.), Τσίνα (1716μ.), Κρημνίτσα (1822μ.), Κατελάνος ή Κυρά Βγένα (1924μ.), Ζυγός ή Βγένα (1737μ.), Κόκα (1685μ.), Ξάνθη ή Λάπατο (1662μ.) κ.ά.
Από τους δυο αυτούς βασικούς κλάδους σχηματίζονται και άλλοι σε πολλές κατευθύνσεις, έτσι ώστε συνολικά να εμφανίζεται μια ατέλειωτη σειρά κοιλάδων και χαραδρών, με ανέγγιχτη πολλές φορές ομορφιά.
Μεγαλωμένος στην Αιτωλία, συχνά ξυπνούν μέσα μου παιδικές μνήμες όταν σχεδόν καθημερινά έβλεπα την Κυρά-Βγένα να στέκεται εκεί ψηλά, πότε χιονισμένη, πότε ήρεμη και πότε ανταριασμένη, πάντα όμως αγέρωχη και όμορφη. Το όνομά της – ασυνήθιστο – παρέπεμπε σε κάτι οικείο αλλά συνάμα σοβαρό και αυστηρό.
Στην κορυφή της Κυρά-Βγένας έλεγαν ότι ζούσε μόνος κάποιος γεροδεμένος άνθρωπος που κάθε μέρα σήκωνε μια πολύ βαριά πέτρα, και ήταν το βουνό και η άσκηση αυτή που τον έκανε τόσο υγιή και δυνατό!
Η δεδομένη από τότε επιθυμία μου να επισκεφθώ το βουνό αυτό, να το γνωρίσω και να περιδιαβάσω τις πλαγιές και τις κορυφές του πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά πριν από αρκετά χρόνια.
Πορεία προς την κορυφή
Το χωριό Αγία Παρασκευή – παλιά ονομασία Ζελίχοβο, που σημαίνει χωριό με πολύ πράσινο – στις νοτιοδυτικές υπώρειες του βουνού και σε υψόμετρο 550μ. – αποτελεί συχνά το σημείο εκκίνησης για την κορυφή.
Το χωριό αυτό είναι ονομαστό για την ομώνυμη εκκλησία του, διότι κάτω από το δάπεδο του ιερού της αναβλύζει νερό το οποίο, κατά πώς διηγούνται οι κάτοικοί του, λιγοστό αρχικά, κατά αξιοθαύμαστο τρόπο, έγινε άφθονο αργότερα.
Φθάνουμε, νύχτα σχεδόν στο χωριό όπου δεχόμαστε την αξέχαστη φιλοξενία του προέδρου της Κοινότητας κ. Γρίβα και των κατοίκων, στα σπίτια των οποίων και κοιμηθήκαμε, πριν νωρίς το επόμενο πρωί πάρουμε τον δρόμο για τα ψηλώματα.
Αρχικά ακολουθούμε τον δρόμο και αργότερα το μονοπάτι που με κατεύθυνση βορειοανατολική, περνώντας δίπλα από όμορφους νερόμυλους, φθάνει στο Ζελιχόρεμα.
Το ρέμα αυτό, που τροφοδοτείται από τις δυτικές πλαγιές της υψηλότερης κορυφής του βουνού, ενώνεται με τον μικρό ποταμό Ερμίτσα, ο οποίος πηγάζει από τις πλαγιές της Τσίνας και Καταβόθρας και χύνεται στην λίμνη Λυσιμαχία νοτίως του Αγρινίου.
Το μονοπάτι σύντομα χάνεται και με μεγάλη προσπάθεια λόγω του δύσβατου της περιοχής βρισκόμαστε στην αριστερή όχθη, όπου μετά από μια ώρα περίπου φθάνουμε στους περίφημους καταρράκτες του Ζελιχορέματος.
Ήταν Ανοιξη και τα νερά ενισχυμένα από τα λιωμένα χιόνια έρχονται ορμητικά, κατεβαίνουν σε επάλληλα επίπεδα τις απότομες κλίσεις, ντύνουν με τις μικρές και μεγάλες νεροσυρμές το γυμνό και σκληρό τοπίο της κοίτης δημιουργώντας, με το αχοβολητό και τις απειράριθμες σταγόνες που πετιούνται προς όλες τις κατευθύνσεις και που ενώνονται στην πρωινή ομίχλη που αναδύεται από παντού, ένα εντυπωσιακά πανέμορφο θέαμα.
Το κελάηδισμα των πουλιών, που εκπέμπεται από τις κοιλότητες των βράχων και τα κλαδιά των δένδρων στις πλαγιές, προστίθενται στο ονειρικό σκηνικό.
Η πορεία μας ανηφορική, συνεχίζει για πολύ ακόμα ώρα ώς την τοποθεσία «Λαγκάδα» και από εκεί σε λίγα λεπτά βρισκόμαστε σε μεγάλο διάσελο, όπου σε ένα χαρακτηριστικό βράχο συγκλίνουν και άλλα μονοπάτια που έρχονται από τα χωριά Κυρά-Βγένα και Σπαρτιάς. Με βορεινή κατεύθυνση φθάνουμε σε 30 λεπτά σε μικρό πλάτωμα κάτω από την κορυφή του βουνού και σε 15 ακόμη λεπτά στην ίδια την κορυφή. Η πυκνή νέφωση, που από ώρα πριν μας είχε περιβάλει, δεν επέτρεπε την θέα, η οποία, όπως είχαμε άλλες φορές την ευκαιρία να διαπιστώσουμε, είναι πράγματι εντυπωσιακή. Από την κορυφή του Παναιτωλικού το βλέμμα μπορεί να αγκαλιάσει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση, με μεγάλη ποικιλότητα τοπίων, αφού εκτός από τα βουνά της Στερεάς Ελλάδος (έως τον Παρνασσό), της Βόρειας Πελοποννήσου (έως την Κυλλήνη), της Ηπείρου (έως τα Τσουμέρκα και το Μιτσικέλι), της Θεσσαλίας (έως τον Όλυμπο), η ορατότητα φθάνει έως το Ιόνιο Πέλαγος (Ιθάκη, Κεφαλληνία, Ζάκυνθος). Νότια της κορυφής λαμποκοπά η υδάτινη επιφάνεια της γραφικής Τριχωνίδας, της μεγαλύτερης σε έκταση φυσικής λίμνης της Ελλάδος, και της Λυσιμαχίας. Αλλες φυσικές λίμνες (Οζερός ή Αμβρακία), αλλά και οι τεχνητές της Στράτου και του Καστρακίου, φαίνονται επίσης, όπως και ο Πατραϊκός και ο Αμβρακικός κόλπος.
Με πορεία βορειοδυτική αρχίζουμε να κατεβαίνουμε και σε λίγα λεπτά φθάνουμε σε μικρό, στρογγυλό οροπέδιο που στον χάρτη έφερε την χαρακτηριστική ονομασία «Λάκκα του Χονδρού». Η θέση και η ονομασία αυτή παρέπεμπε στα ακούσματα για τον γεροδεμένο κάτοικο που ζούσε στην κορυφή και σήκωνε καθημερινά την βαριά πέτρα.
Μια μικρή αναζήτηση στην πυκνή νέφωση για την ανεύρεση της πέτρας αυτής δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Η πορεία μας – κατάβαση – συνεχίστηκε σε ιδιαίτερα βραχώδες τοπίο. Δροσιζόμαστε σε πηγή στην θέση «Βούρλο» σε υψόμετρο (1600μ.) και από κεί συνεχίζουμε για τρεις ακόμη ώρες και φθάνουμε στο Ανω Λαμπίρι. Κτισμένο στα 1050μ. το όμορφο αυτό χωριό, πήρε, κατά μια εκδοχή, το όνομά του από το λαμπύρισμα που κάνει με την ανατολή του ήλιου. Νοτίως του χωριού ανοίγεται κοιλάδα την οποία διατρέχει το ρέμα Φιδάκια, το οποίο πιο κάτω, στο χωριό Κάτω Λαμπίρι δέχεται το ρέμα της Καστανούλας και μέσω της όμορφης κοιλάδας της Μακρυάς Λογγάς- Αιτωλικά Τέμπη χαρακτηρίζονται από πολλούς- φθάνει στον Εύηνο ποταμό.
Λογγές ονομάζουν οι κάτοικοι της Ρούμελης, τις εύφορες, παραποτάμιες εκτάσεις που οι ίδιοι με πολύ κόπο δημιουργούν, αφού βγάλουν τις πέτρες (ξελιθιάσουν), χτίσουν με αυτές τοίχο ψηλό (την σφεντόνα) στην άκρη της κοίτης του ποταμού, καθαρίσουν από τις ρίζες (ξεστρεμματίσουν), οργώσουν και σπείρουν.
«Τα χωριά του Παναιτωλικού»
Για την υψηλότερη κορυφή, αλλά και για άλλες κορυφές της Κυρά-Βγένας, προσφέρονται και άλλα χωριά.
Ενδιαφέρουσα διαδρομή είναι εκείνη από το χωριό Σιτόμενα, από το οποίο δασικός δρόμος βορείως φθάνει αρκετά ψηλά.
Από κεί κανείς μπορεί να ανέβει στην κορυφή Καταβόθρα ή ανατολικώς, να βαδίσει επάνω στην όμορφη κορυφογραμμή Νάνες (1690μ.) και στην συνέχεια να ανέβει στην κορυφή Τσίνα. Ακολούθως μπορεί να στραφεί νοτίως για να φθάσει στην κορυφή του Παναιτωλικού (Κατελάνο ή Κυρά-Βγένα) ή μέσω της κορυφής Σουφλιάς (1690μ.), ανατολικώς, να φθάσει στον οικισμό Αρέντα και συνεχίζοντας να αφήσει δεξιά του τα Αραποκέφαλα και να φθάσει σε λίγες ώρες στον Προυσό.
Κάτοικοι της επαρχίας Τριχωνίδας που τουλάχιστον παλαιότερα, συχνά ως εκπλήρωση τάματος, έφθαναν μαζικά με τα πόδια στο ονομαστό μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας, αντίκριζαν με δέος τα Αραποκέφαλα, μαύρους βράχους ανάμεσα στους ασβεστόλιθους, που η λαϊκή φαντασία τους ονόμασε έτσι.
Από το χωριό Σπαρτιάς φθάνει κανείς στην κορυφή Ξάνθη, από το χωριό Κυρά-Βγένα στην Γκιόρλα ή Πέρασμα και από το χωριό Περιστέρι στην Κόκα και στον Ζυγό.
Τα χωριά αυτά όπως και άλλα (π.χ. Άγιος Βλάσιος, Νερομάνα) που ευρίσκονται ψηλότερα ή χαμηλότερα στις πλαγιές του Παναιτωλικού, σχεδόν άγνωστα και μακριά από την έντονη τουριστική δραστηριότητα, έχουν φιλόξενους κατοίκους, κρύβουν ανεπάντεχες ομορφιές και φέρουν όλα την μικρή ή μεγάλη ιστορία τους.
Το χωριό Κυρά-Βγένα (Αχόμαυρος), ως παράδειγμα, συνδέεται με την εξής ενδιαφέρουσα ιστορία που ακούγεται στην περιοχή. Παλαιά στο ίδιο μέρος, στην θέση «Παλιοχώρι», όπου ερείπια υπάρχουν ακόμη και σήμερα, υπήρχε χωριό το οποίο οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν μαζικά και εγκαταστάθηκαν αλλού (στην Ναυπακτία και στην Λαμία), διότι φοβήθηκαν την εκδίκηση των Τούρκων όταν, μην αντέχοντας τον κεφαλικό φόρο του Μουχτάρ- πασά, σκότωσαν τους φοροεισπράκτορές του.
Ο Μουχτάρ-πασάς, υιός του Αλή Πασά, διωγμένος από τον πατέρα του, ήλθε στην περιοχή της Τριχωνίδας και εγκαταστάθηκε χτίζοντας πύργο, ερείπια του οποίου, με το όνομα «Πύργος της Μουχταρίνας», σώζονται και σήμερα.
Γύρω στα 1780 κάποιος Κερασιωτάκης ήλθε και εγκαταστάθηκε στην θέση του εγκαταλειμμένου χωριού. Για να γλιτώσει από το παιδομάζωμα (οι Τούρκοι έπαιρναν από πολυμελείς οικογένειες ένα παιδί για να το κάνουν γενίτσαρο) έδωσε διαφορετικά επίθετα σε κάθε ένα από τα 4 παιδιά του.
Έτσι στον Γιώργο έδωσε το επίθετο Αυγέρης, στον Θύμιο το Ευθυμίου, στον Γιάννη το Παλιούρας και στον Νάσιο το Κερασιώτης. Το 1826, ο Καραϊσκάκης βρήκε τους Αυγέρη και Κερασιώτη να βόσκουν τα ζώα τους στο Παλιοχώρι και παρακάλεσε να πάει ο ένας από αυτούς γραπτό μήνυμα, που αφορούσε τους πολιορκημένους στο Μεσολόγγι, στον οπλαρχηγό του Αράκυνθου Μακρή. Τα δυο αδέλφια έριξαν κλήρο και υποσχέθηκαν ότι όποιος κληρωθεί και γυρίσει ζωντανός από την επικίνδυνη αποστολή θα πάρει διπλό μερίδιο από την πατρική περιουσία, πράγμα το οποίο και έγινε.
Η εκκλησία της Παναγίας στο ίδιο χωριό (Κυρά-Βγένα) όπως και το μοναστήρι της Παναγίας στο κοντινό χωριό Παλαιοκαρυά (Ζακόνινα), λέγεται ότι τα έχτισε η χριστιανοπούλα Ελένη, που είχε πάρει με την βία γυναίκα του αλλά αγαπούσε ο Μουχτάρ-πασάς.
Πάνω από το χωριό Άγιος Βλάσιος, στην τοποθεσία «Κορομηλιά», τον χειμώνα του 1823 ο Καραϊσκάκης κατενίκησε τους Τούρκους που αναζητούσαν πέρασμα στον πλημμυρισμένο Αχελώο. Στην αρχή της σύγκρουσης ο στρατηγός της Ρούμελης σκότωσε σε μονομαχία τον Χατζή-Μπέντο αρχηγό των Αλβανών.
Το χωριό Περιστέρι λέγεται ακόμη και με την παλιά ονομασία Λιγόστιανο ή Λιγόστιανα, διότι ο τόπος, φτωχός, κρατούσε λίγες μόνο στάνες.
Κοντά στο χωριό αυτό στην θέση «Διασελάκι», 1170μ. υψόμετρο, λειτουργεί εδώ και λίγα χρόνια ορειβατικό καταφύγιο. Φτιαγμένο από ξύλο και με όλες τις σύγχρονες ανέσεις το καταφύγιο αυτό μπορεί να φιλοξενήσει και για διανυκτέρευση πολλά άτομα.
Από το καταφύγιο σε χειμωνιάτικη πορεία μας είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε την πάλλευκη ομορφιά των κορυφών που διασχίσαμε (Κόκα, Ζυγός, Γκιόρλα, Κυρά-Βγένα) αλλά και των άλλων κοντινών κορυφών του ίδιου βουνού (Ξάνθη, Κρημνίτσα, Κούτουπας) ή άλλων μακρινών, όσων μπορούσε να αγκαλιάσει το βλέμμα μας.
Στην Λάκκα με την Πέτρα
Σε αναζήτηση της αλήθειας ή μή της ιστορίας με την βαριά πέτρα που αναφέραμε προηγουμένως και έχοντας πληροφορίες από κατοίκους της Αγίας Παρασκευής ότι πράγματι η ιστορία αυτή είναι αληθινή, αποφασίσαμε πρόσφατα να επισκεφτούμε πάλι την Κυρά-Βγένα.
Ξεκινήσαμε από την Αγία Παρασκευή παίρνοντας αυτή την φορά διαφορετική πορεία.
Με κατεύθυνση βορειοανατολική βρίσκουμε με δυσκολία το μονοπάτι, που επίμονο, ανηφορικό περνά μέσα από αριές και πουρνάρια στην αρχή και από έλατα αργότερα, φθάνει σε δυο περίπου ώρες στις «Τρεις Βρύσες».
Εδώ υπάρχει φροντισμένη πέτρινη πηγή. Οι πολλές ποτίστρες που σχηματίζονται από σκαμμένους κορμούς ελάτης δέχονται το νερό της πηγής αυτής, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα την κτηνοτροφική δραστηριότητα της περιοχής, όπως άλλωστε και κοντινή στάνη που προβάλλει σε θαλερό μικρό λιβάδι.
Το μονοπάτι βγαίνει από το δάσος και συνεχίζει σε άγριο, σαθρό και επικίνδυνο πεδίο κατά μήκος ρεμάτων που καταλήγουν στο Ζελιχόρεμα. Κατηφορίζουμε για λίγο επάνω σε βράχους και με βορεινή κατεύθυνση ανηφορίζουμε και πάλι φθάνοντας σε μικρή πηγή. Το κελάρυσμα του νερού, καθώς αυτό πέφτει και ποτίζει ένα θαυμάσιο τάπητα με πολύχρωμα λουλούδια, μας ηρεμεί από την αγριότητα του τοπίου λίγο πριν.
Η πορεία συνεχίζεται πολύ ανηφορική, φθάνουμε σε χλοασμένη και υγρή πλαγιά, περνούμε το διάσελο με τον χαρακτηριστικό βράχο και βρισκόμαστε τελικά στην υψηλότερη κορυφή του βουνού.
Ο καιρός χαλάει ξαφνικά και με βαριά χαλαζόπτωση αρχίζουμε γρήγορα να κατεβαίνουμε προς την μικρή, στρογγυλή Λάκκα κάτω από την κορυφή.
Αρχίζω αμέσως να παρατηρώ το πεδίο μήπως και υπάρχει το δοκίμι, η πέτρα που έψαχνα. Το καταπράσινο τοπίο του μικρού οροπεδίου αρχίζει να καλύπτεται από το χαλάζι και το χειρότερο, η νέφωση κάνει επίσης την εμφάνισή της.
Όλοι βιάζονται να φύγουν και απομένω για αρκετά λεπτά μόνος συνεχίζοντας την αναζήτησή μου, ώσπου ξαφνικά μερικά μέτρα πιο πέρα καταμεσής της Λάκκας βλέπω την πέτρα να υπάρχει εκεί αδιάψευστος μάρτυρας της ιστορίας-μύθου των παιδικών ακουσμάτων.
Αναμφίβολα ήταν εκείνη που έψαχνα, το σχήμα της, το μέγεθος (βάρος) της, τα σημάδια (γράμματα) επάνω της και οι ημερομηνίες (1912 και 1954;) όλα ταιριάζουν με τις πληροφορίες που είχαμε συλλέξει.
Πόσες, αλήθεια, τέτοιες μικρές ιστορίες, που ακούει κανείς σε όλες τις περιοχές της πατρίδας μας και που μοιάζουν σαν μύθοι, δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικά γεγονότα, συνθέτοντας σαν μικρές ψηφίδες, την κοινωνική, ιστορική, πολιτισμική και άλλη εικόνα τους, συνεισφέροντας αναμφίβολα στην αυτογνωσία μας;
Στο Ρέμα της Καστανούλας
Συνεχίσαμε την πορεία μας και μετά μια ώρα περίπου κατευθυνόμαστε δεξιά προς το χωριό Κάτω Λαμπίρι. Περνώντας από ψευδαλπικές χορταριασμένες πλαγιές, πότε κατεβαίνοντας και πότε ανεβαίνοντας, φθάνουμε ψηλά μέχρι την τοποθεσία «Πόρτες» στις νότιες απόκρημνες πλαγιές της Κρημνίτσας. Από εκεί κατηφορίζουμε, χωρίς μονοπάτι, μια μεγάλη και πολύ απότομη πλαγιά έως ότου φθάσουμε στην ξερή κοίτη ορεινού ρέματος ανάμεσα από την Κυρά- Βγένα και την Κρημνίτσα. Βγαίνοντας από μικρή αλλά πυκνή συστάδα δενδρυλλίων ελάτης βρισκόμαστε με δυσκολία στο αριστερό μέρος του φαραγγιού και συνεχίζουμε έως ότου συναντήσουμε το ρέμα της Καστανούλας που, αφρισμένο με πολλά νερά, κατεβαίνει ανάμεσα από ποταμολίθια και αιωνόβια πλατάνια. Περνούμε το ρέμα αυτό με μεγάλη δυσκολία και συνεχίζουμε σε μονοπάτι, ώσπου σε λίγο αριστερά μας ακούγεται βαρύς θόρυβος από καταρράκτη τον οποίο όμως, ζηλότυπα, κρατά αθέατο η πυκνή βλάστηση.
Αποφασίσαμε να τον βρούμε κατεβαίνοντας τα απότομα πρανή. Σε λίγα λεπτά αντικρύσαμε τον εντυπωσιακό καταρράκτη της Καστανούλας να μας απειλεί μήπως και πλησιάσουμε άλλο. Πράγματι η πρόσβαση στην βάση του, όπου και σχηματίζεται πανέμορφη λίμνη, είναι ιδιαίτερα δύσκολη έως αδύνατη. Οι βράχοι γύρω βρεγμένοι, γυαλιστεροί, θεόρατοι έτσι διαταγμένοι, φέρουν στην βάση τους πολλούς παρασυρμένους από την δύναμη του νερού κορμούς και στοιβαγμένα ξερά κλαδιά.
Ανεβαίνουμε πάλι έως το μονοπάτι και συνεχίζουμε την κατηφορική πορεία. Αργότερα το ρέμα ρέει προς τα δεξιά μας και κάθε τόσο συμβάλλει με άλλα μικρότερα ρέματα που έρχονται από τις απέναντι απότομες αλλά κατάφυτες, με κάθε είδους θαλερή ανοιξιάτικη βλάστηση, πλαγιές.
Πλησιάζουμε το χωριό, όπως μαρτυρεί εικονοστάσι με αναμμένο το καντήλι στην αριστερή πλευρά του μονοπατιού. Πολύ κοντά και δίπλα σε θεόρατο πλάτανο υπάρχει τεράστια νερομάνα απ’ όπου και υδρεύεται το χωριό Κάτω Λαμπίρι.
Η παρουσία παλιού νερόμυλου λίγο πιο κάτω αιχμαλωτίζει το βλέμμα μας και μας παρακινεί να τον επισκεφτούμε. Όπως μας πληροφορούν αργότερα στο χωριό ο μύλος αυτός, γνωστός με το όνομα «Μύλος της Εκκλησίας», κτίστηκε από τους ίδιους τους Λαμπιριώτες και αφιερώθηκε στον Άγιο Δημήτριο.
Η εκκλησιαστική επιτροπή έβγαζε σε δημοπρασία τον μύλο και ο μυλωνάς που θα τον έπαιρνε έπρεπε να τον φροντίζει και να δίνει το μισό «ξάι» στην εκκλησία, για να μπορεί αυτή να συντηρείται και το υπόλοιπο ήταν δικό του. Το ξάι ήταν μια οκά γέννημα στον «κάδο» για 30 οκάδες που άλεθε. Στον ίδιο μύλο, λίγο χαμηλότερα, το νερό που έβγαινε από το «ζοριό» (τρύπα για να φεύγει το νερό) χρησιμοποιείτο στα υδρομάνδανα και την νεροτριβή, την επίβλεψη των οποίων είχε ο μυλωνάς επ’ αμοιβή. Αυτά είχαν φτιαχθεί για να μανδανίζουν οι κάτοικοι τα υφαντά, να αποκτούν όγκο οι βελέντζες και οι μαντανίες και γενικώς να καθαρίζουν τα ογκώδη ρούχα. Τα έσοδα τα έδιναν στο σχολείο για να μπορεί να συντηρείται και να προμηθεύονται οι μαθητές σχολικά είδη (πλάκα και κονδύλι, μολύβια, τετράδια).
Έστω εγκαταλελειμμένοι και ερειπωμένοι οι νερόμυλοι, μας θυμίζουν την παλιά βιοτεχνική εικόνα στα χωριά μας και παρ’ ότι οι φτερωτές και οι μυλόπετρες πλέον δεν γυρίζουν και τα μαντάνια δεν βοούν, μας παραπέμπουν σε εικόνες και καταστάσεις που έρχονται από το παρελθόν «αλέθοντας» ταυτόχρονα σύγχρονους προβληματισμούς και σκέψεις.
Κατά την επιστροφή ο ασφαλτόδρομος που φιδοσέρνεται κατά μήκος της «Μακρυάς Λογγάς», μας απομακρύνει από τις κορυφές, τις πλαγιές και τα χωριά της πανέμορφης Κυρά-Βγένας.
Το ρέμα όμως στο φαράγγι αριστερά μας σέρνει και φέρνει όπως και οι ψυχές μας τα μυστικά του βουνού στον κάμπο που σε λίγο θα συναντήσουμε.
Νικόλαος Γ. Εμμανουήλ, Καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: www.pemptousia.gr