
Μονοπάτι ευέλαιον προγονικόν
Εποχή δύσκολη. Εποχή κυνηγιού δόξας και χρήματος. Με οποιοδήποτε κόστος. Βλέπουμε το πρόβλημα. Αλλά όχι το πραγματικό. Ο καθείς εντοπίζει το πρόβλημα κατά το δοκούν. Και το αναλύει με παρόμοιο τρόπο. Ας το εντοπίσουμε εμείς, αρχικά τουλάχιστον, στην ανθρωπιστική και στην πολιτισμική του διάσταση. Με απώτερο σκοπό να καταλήξουμε συνθετικά και στην πιο πρακτική και τεχνοκρατική ώστε να τεθούν απτές προτάσεις.
Σιαδήμος Θεόδωρος
Αγρονόμος & Τοπογράφος Μηχανικός Α.Π.Θ. MSc
Ανάπτυξη και Περιβάλλον των ορεινών περιοχών Ε.Μ.Π. MSc
Η χώρα μας αποτελεί έναν ευλογημένο τόπο. Από το Ιόνιο έως την άγονη γραμμή των ακριτικών νήσων,από τα σύνορα με τα Βαλκάνια έως την Κρήτη, η φράση η οποία μονοπωλεί στα χείλη των ηλικιωμένων γκριζομάλληδων και ταλαιπωρημένων ανθρώπων με τη φαρδιά μουστάκα, είναι «ό,τι και να φυτέψεις στην Ελλαδίτσα μας, δε θα πεινάσεις παιδί μου». Είναι μία άποψη πραγματικών ηρώων και παλικαριών, που αν στα νιάτα τους είχαν τα απαραίτητα τεχνολογικά μέσα, με την εργατικότητα που τους διακρίνει, αυτήν τη στιγμή ίσως να μιλούσαμε με διαφορετικούς όρους για την «Ψαροκώσταινα».
Βέβαια, όπως ο κάθε τόπος έχει και το τραγούδι του, κατ’αντιστοιχία, κάθε τόπος έχει και τοπροιόν του. Η εντατική καλλιέργεια του κάθε προιόντος στον εκάστοτε τόπο, προέκυψε κατόπιν υπόδειξης της ίδιας της φύσης πρωταρχικώς, κατόπιν δοκιμών, πρακτικών αλλά και χονδροειδών ανθρώπινων σφαλμάτων τα οποία ακολούθως εξελίχθηκαν απροσδόκητα σε επιτυχίες.
Πιο συγκεκριμένα, στην περιοχή του Νομού μας, άκμασε ιδιαίτερα η καπνοκαλλιέργεια από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και τη δεκαετία του 1980, μία καλλιέργεια από την οποία μπορούσε να ζήσει αξιοπρεπώς μία πολυμελής οικογένεια της εποχής, η οποία έβαζε μόνο προσωπική εργασία και την ψυχή της. Μέχρι την εποχή που η εν λόγω καλλιέργεια διεκόπη, υπήρχε ένα πεπατημένο τελετουργικό, από το χωράφι και τις παραγωγικές οικογένειες, έως την εργοστασιακή βιομηχανοποίηση και τους εργάτες των καπναποθηκών και ολόκληρη την πόλη του Αγρινίου, η οποία στο διάστημα της διαλογής είχε μία συγκεκριμένη μυρωδιά, την οποία πολλοί εν ζωή ηλικιωμένοι, με νοσταλγία αναπολούν, παρά τις δυσμενέστατες συνθήκες εργασίας τους. Χαρακτηριστικό είναι το «Βραχωρίτικο» του Πάνου Χατζόπουλου, μεταφέροντας μυρωδιές, εικόνες, χρώματα. Και νά λοιπόν, πώς ένα στοιχείο Πολιτισμού εισβάλλει σε μία καλλιέργεια! Ή μήπως από μόνη της η απλόχερη γη είναι η ίδια Πολιτισμός; Για να δουμε…
Από το 1980 κι έπειτα, οι αγρότες δοκίμασαν νέα προιόντα, καταλήγοντας στην καλλιέργεια επιλεγμένων φυτών,σύμφωνα με την προσδοκόμενη απόδοσή τους. Το κυριότερο από αυτά, είναι το ελαιόδεντρο. Σε διαφορετικά τμήματα του Ελλαδικού χώρου, καλλιεργείται και διαφορετικό είδος και ποικιλία ελαιόδεντρου. Κι αυτό έχει να κάνει με τις εκάστοτε εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες. Έτσι, υπάρχουν για παράδειγμα, η κορωνέικη, η λιανολιά Κερκύρας, η κουτσουρελιά οι οποίες αποτελούν ποικιλίες παραγωγής ελαίου, η καλαμών, η κονσερβολιά, η χονδρολιά Χαλκιδικής, οι οποίες είναι βρώσιμες λόγω της μικρής τους περιεκτικότητας σε έλαιο και τέλος, οι ποικιλίες διπλής χρήσεως, όπως η θρουμποελιά, η κοθρέϊκη και η μεγαρείτικη.
Σε γενικότερη και πιο συνολική βάση, το ελαιόδεντρο φύεται και επιβιώνει στα μεσογειακά κλίματα. Μία γενική αλλά και ορθή αίσθηση, είναι ότι όπου υπάρχει αυτοφυής ελιά, είναι και Μεσόγειος και φυσικά και τούμπαλιν. Ελλάδα, Τουρκία, Κύπρος, Αίγυπτος, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Μαρόκο, Λιβύη, Τυνησία, Παλαιστίνη, Λίβανος, Αλγερία, Συρία, Ιορδανία, είναι οι κύριες χώρες οι οποίες έχουν προχωρήσει στη συστηματοποιημένη καλλιέργεια του εν λόγω καρπού, άλλη σε μεγαλύτερο βαθμό και άλλη σε μικρότερο, ανάλογα με την έκταση, τις συνθήκες, το διαθέσιμο προυπολογισμό και τα κίνητρα.
Όσον αφορά στην καταγωγή του δέντρου, δεν μπορεί κάποιος με απόλυτη βεβαιότητα να συνυπογράψει ότι πρωτοεμφανίστηκε σε μία και μόνο χώρα. Κι αυτό διότι, εδώ και χιλιάδες χρόνια, τα όρια των εθνών και κρατών έχουν τροποποιηθεί ή μετατεθεί πολλάκις και ακόμη, συναντούμε περιγραφές εκατοντάδων ακόμη και χιλιάδων ετών οι οποίες περιγράφουν με σαφήνεια και δόξα το ρόλο του ελαιόδεντρου και του ελαίου στην καθημερινότητα τόσο του απλού κόσμου αλλά και των «αρχόντων». Μία τέτοια περιγραφή, μπορεί καποιος να ανασύρει από το κοράνι, το οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το φως του Αλλάχ μοιάζει με το φως μιας λάμπας που μέσα από το γυαλί αστράφτει σαν ένα λαμπερό αστέρι και φωτίζεται από την ελιά, το ευλογημένο δέντρο, που δεν ανήκει ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση και το λάδι της φωτίζει χωρίς να το αγγίξει η φωτιά: φως πάνω στο φως».
Ο πρόγονος της καλλιεργήσιμης ελιάς, είναι η αγριελιά, ένα αυτοφυές είδος το οποίο συναντούμε ακόμη και σήμερα στη Β.Αφρική, στη Μ.Ανατολή και ειδικά στη χώρα μας, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη και ειδικότερα στην περιοχή μας, το συναντούμε πολύ συχνά στην περιοχή του Ξηρομέρου. Φύεται σε δύσβατες βραχώδεις-πετρώδεις περιοχές, σε τοποθεσίες όπου πραγματικά απορείς πώς μπορεί να αναρριχηθεί κάτι εκεί. Αρχαιολογικές έρευνες σε όλη την έκταση του ελλαδικού χώρου, έχουν φέρει ευρήματα στο φως, τα οποία με σύγχρονες και αξιόπιστες μεθόδους, χρονολογήθηκαν περί προ 50.000 ετών, ένα στιβαρό αποδεικτικό στοιχείο ότι η Ελλάδα είναι μία από τις αρχαιότερες πατρίδες του ελαιόδενδρου.
Η άρρηκτη σχέση Ελ-λάδας και ελ-ιάς και κατ’επέκταση, ελ-αίου, μπορεί αδιαμφισβήτα να διαπιστωθεί και ευκόλως να τεκμηριωθεί τόσο από αναφορές σε αρχαία κείμενα όσο και από ευρήματα, όπως προαναφέρθηκε, όπως πυθάρια, ψηφιδωτά, επιγραφές κλπ. Από ανασκαφές στη Σαντορίνη, ανασύρθηκαν απολιθωμένα φύλλα ελιάς, χρονολόγησης 50.000 ετών. Από τη Μινωική εποχή, έχουμε επίσης χαρακτηριστική απεικόνιση ελαιώνα στην τοιχογραφία του «ιερού άλσους» από το ανάκτορο της Κνωσού, πήλινα πιθάρια ως σκεύη αποθήκευσης ελαιολάδου και άλλα εργαλεία κατασκευασμένα με φυσικά υλικά, όπως ο πέτρινος ελαιοδιαχωριστήρας ο οποίος βρέθηκε στην κεντρική αυλή του ανακτόρου της Κνωσού, ένα εντυπωσιακό κύπελλο με ολόκληρους καρπούς ελιάς από ανασκαφή στη Ζάκρο, ιδεογράμματα ελαιοδέντρου σε πήλινες πλάκες στη μινωική γραφή. Χαρακτηριστική είναι ακόμη η τοιχογραφία στο ανάκτορο της Κνωσού η οποία απεικονίζει τον ταύρο με την ελιά αλλά και χαρακτηριστικές ανάγλυφες απεικονίσεις.
Λίγο αργότερα, κατά τα Ομηρικά χρόνια, πολλές είναι οι αναφορές από μεγάλους ποιητές της εποχής (Όμηρος, Πλούταρχος) στο λάδι ως μέσο εξάγνισης, ως αρωματικό έλαιο και φυσικό προιον καθαριότητας, υγείας και ευεξίας. Επίσης, κατά την κλασσική περίοδο, η ελιά ως καρποφόρο δέντρο αλλά και το ελαιόλαδο ως προιόν, φαίνεται από κλασσικά σωζόμενα έργα να «λατρεύονται», καθότι η ελιά πλέον συνδέεται με μεγάλους Μύθους, παραδόσεις και ονόματα, με πιο χαρακτηριστικά, εκείνα του Ηρακλή και ακόμη περισσότερο της θεάς Αθηνάς η οποία φύτεψε την πρώτη ελιά στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, με αποτέλεσμα η ελιά να καταστεί ιερό δέντρο με προστάτη τον «Μόριο Ζεύ». Επειδή πολλές πόλεις διεκδικούσαν τη γέννηση της θεάς Αθηνάς, διεκδικούσαν κατ’επέκταση και το ιερό της δέντρο. Ένα εξημερωμένο πλέον δέντρο και όχι άγριο, στοιχείο που σηματοδοτεί και μαρτυρά τη θέληση για εξέλιξη του πολιτισμού. Αυτός ο πολιτισμός, εξελίσσει αυτόματα τον άνθρωπο από έναν απλό ελαιοσυλλέκτη, σε πιο εντατικό καλλιεργητή ο οποίος με χαρά και ευχαρίστηση, πραγματοποιεί τη συγκομιδή του ιερού δέντρου.
Δυστυχώς, είναι αδύνατον πρακτικά να αναφερθούμε σε κάθετι που συνδέει την Ελλάδα με το λάδι, την ελιά με την Ελλάδα. Συνοπτικά να αναφέρουμε την περιποίηση και τον καθαρισμό του αθλητή στα αρχαία χρόνια με στελγίδα από λάδι, τη βράβευση των νικητών των Ολυμπιακών Αγώνων με κότινο κατασκευασμένο από καλλιστέφανο, τη χρήση του ελαιολάδου στο φωτισμό με λύχνο, τις πάμπολλες αναφορές του Ιπποκράτη στην άκρως σημαντική συνεισφορά του ελαιολάδου στην ανθρώπινη ψυχική και σωματική υγεία και διατροφή, τα χιλιάδες ενδεχομένως αγγεία,ψηφιδωτά,τοιχογραφίες,επιγραφές τα οποία στολίζουν από άκρη σε άκρη, μουσεία σε κάθε γωνιά της υφηλίου, τους αμέτρητους μύθους, θρύλους, παραδόσεις, ακόμη και τη θρησκεία μας με πολλές εικόνες, τοιχογραφίες αλλά και περιγραφές στα ιερά κείμενα οι οποίες δείχνουν και αναφέρουν αντίστοιχα τον ελαιώνα ως σημείο τέλεσης ενός σημαντικού γεγονότος.
Φανταστείτε ότι στεκόμαστε στη μέση ενός τεράστιου, απέραντου ελαιώνα και έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε ό,τι θέλει η ψυχή μας μέσα σε αυτόν. Αναλογιστείτε την πρώτη σας σκέψη ή ακόμη καλύτερα, την πρώτη σας κίνηση. Όλες οι πρακτικές, είτε εμπειρικές, είτε επιστημονικές, έχουν πανηγυρικά αποδείξει πως όσο προστατεύσουμε το δέντρο, θα μας το ανταποδώσει στο πολλαπλάσιο. Βέβαια η έννοια «προστασία» καταλήγει υποκειμενική διότι όταν υπερπληρείται το δέντρο αλλά και το έδαφος με υπέρογκες ποσότητες τεχνητών φαρμάκων και μη εγκεκριμένες μεθόδους λίπανσης, απεντόμωσης και καλλιέργειας, θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου που η φύση θα αντιδράσει. Και δεν το θέλουμε γιατί η φύση,ίσως με το δίκιο της, αντιδρά σκληρά. Και δεν το κάνει για να μας εκδικηθεί,αλλά για να επανέλθει. Ακόμη, τα υπόγεια ύδατα μολύνονται με όλες τις προαναφερθείσες πρακτικές. Όσο υπόγεια κι αν μπορούμε να τα αποκαλέσουμε. Διότι όταν είναι απόλυτα σύνηθες να κάνει κάποιος γεώτρηση σε απόσταση 20 μέτρων από το ποτάμι, σε βάθος 15-20 μέτρα, δεν το λες και σκάψιμο. Ποτάμι…Το νερό…μεγάλο ζήτημα. Το νερό, το πιο πλούσιο αγαθό, αδύνατο να αποτιμηθεί. Η λάθος διαχείρισή του όμως, είναι δυνατόν να καταστρέψει ολόκληρες γενεές.
Στο πιο καθαρά ανθρωπιστικό κομμάτι, είμαστε λαός με μότο «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα», χωρίς όμως εμείς να κάνουμε κάτι ώστε να ανελιχθούμε ή να προοδεύσουμε. Πολύ συχνά τριγυρνά στο μυαλό μου η φράση «Πλούσιος τόπος με φτωχά μυαλά», που κουνώντας το κεφάλι απογοητευμένος ο ηλικιωμένος μπαρμπα-Κώστας, κτηνοτρόφος στα ορεινά της Πίνδου, μοιράστηκε μαζί μου σε ένα διάλογο κατά την επίσκεψή του στο χωριό της μητέρας μου, Σταμνά Μεσολογγίου. Λαχταρούσε το χορτάρι και το τριφύλλι για τα ζωντανά του που ακόμη στο Μέτσοβο έτρωγαν ξεράδια. Και με το πολυμήχανο, Αρωμάνικο, εμπορικό μυαλό του, έδωσε μία ιδέα να υπάρξει συντονισμένη κίνηση παραγωγής, αναγνώρισης και προώθησης των προιόντων τούτου του Αγίου τόπου.
Η ελιά δεν είναι απλά ένα φυτό. Δεν είναι ένα προιόν που θα φέρει μόνο χρήμα. Δεν είναι μόνο αυτό. Πρεσβεύει και έναν πολιτισμό αιώνων και χιλιετιών. Για το λόγο αυτό απαιτείται να επιδείξουμε τον απαιτούμενο σεβασμό. Ναι, μπορεί να φέρει χρήμα, άρα και ανάπτυξη, αλλά όχι απαραίτητα με τη μέθοδο του ελαιομαζέματος. Παραδείγματα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Νάουσα με τα ροδάκινα ή στη Χρυσοβίτσα Μετσόβου, ένα αυστηρά πατατοπαραγωγικό χωριό, έχουν αποδείξει ότι ένα ολόκληρο χωριό, με την επίδειξη σοβαρότητας, σύμπνοιας μεταξύ όλων των μελών, απομάκρυνση κάθε ίχνους καχυποψίας, μπορεί οσονούπω να αποτελέσει μία διόλου ευκαταφρόνητη δύναμη στο χώρο της παραγωγής, της τυποποίησης, της εξαγωγής. Πέρα από αυτά όμως, υπάρχουν πράγματα που εμείς τα θεωρούμε δεδομένα. Υπάρχουν χιλιάδες διαδικτυακές αναζητήσεις καθημερινά από κάθε γωνιά του κόσμου για αγώνες δρόμου ανάμεσα σε ελαιώνες, στην Ελλάδα. Στην περίπτωση μελέτης Σταμνά Μεσολογγίου, υπάρχουν επίσης, πάμπολλα αρχαιολογικά μνημεία, εκκλησιαστικά μνημεία, τοπία φυσικού κάλλους, πηγές νερού και πληθώρα άλλων αξιοαναφερθέντων στοιχείων. Δε θα ήταν όμορφο και ανθρωπιστικά-κοινωνικά-οικονομικά-θεσμικά να γίνει θεσμός η συγκομιδή του ελαιοκάρπου ως μία γιορτή στην οποία θα μπορεί να συμμετέχει όποιος επιθυμεί από όπου και να καταφτάνει;
Εφόσον και όσοι επιθυμούμε να εργαστούμε με ζήλο και αγνότητα πάνω στο κομμάτι της ελιάς, είναι αναγκαίο να βγάλουμε τις παροπίδες της μονόπλευρης διαχείρισης της γης και της γραφειοκρατίας, να κλείσουμε το δρόμο σε κάθε είδους προσωπική έχθρα και να ανοίξουμε τα μάτια του μυαλού μας ώστε να χαράξουμε το μονοπάτι της ελιάς, ένα μονοπάτι που θα έχει υπόσταση αλλά παράλληλα θα συνοδεύεται από μυθοπλασίες, ήχους, χρώματα και φυσικά το τεκμηριωμένα ανεπανάληπτο φυσικό ανάγλυφο του ελλαδικού χώρου, ένα ανάγλυφο όπου στην περιοχή μελέτης μας, μέσα σε μία πολύ μικρή έκταση, θα συναντήσει κάποιος, τη θάλασσα, το βουνό, τις απότομες υψομετρικές διαφορές, μεγάλες κλίσεις, απέραντες πεδιάδες, τον Αχελώο, το μεγαλύτερο ποτάμι της χώρας, ακόμη και το δεύτερο μεγαλύτερο εθνικό δίκτυο, την Ιονία Οδό, σε απόσταση αναπνοής. Η φύση μάς προίκισε και μας καλεί. Τι θα κάνουμε;
Διαβάστε ολόκληρο το τεύχος εδώ